Προσφορά!

Μητροφάγος

του Ρόκε Λαρράκι

Μετάφραση: Έφη Γιαννοπούλου

, ,

Σε ένα σανατόριο των προαστίων του Μπουένος Άιρες το 1907 ένας γιατρός μπλέκεται σε ένα πείραμα που έχει στόχο να διερευνήσει το όριο μεταξύ ζωής και θανάτου. Εκατό χρόνια αργότερα, ένας διάσημος καλλιτέχνης φτάνει στα άκρα αναζητώντας την αισθητική μεταμόρφωση, μετατρέποντας τον εαυτό του σε έργο τέχνης. Ο κόσμος του Λαρράκι είναι ελκυστικός και αλλόκοτος: παράξενα μυρμήγκια που σχηματίζουν σχεδόν τέλειους κύκλους, ακρωτηριασμένα μέλη, εμμονικοί έρωτες και ανθρωποφάγα φυτά. Στο επίκεντρο αυτού του σατιρικού, ευφυούς και συναρπαστικού μυθιστορήματος, βρίσκεται το τερατώδες, όχι ως κάτι απόκοσμο, αλλά ως βασικό εργαλείο κριτικής στις χίμαιρες της προόδου, της τέχνης και του έρωτα.

Εκκαθάριση

ο συγγραφέας

Λαρράκι Ρόκε

Ο Ρόκε Λαρράκι γεννήθηκε το 1975 στο Μπουένος Άιρες. Είναι συγγραφέας, σεναριογράφος και καθηγητής οπτικοακουστικού σχεδιασμού. Έχει γράψει τα Informe sobre ectoplasma animal (2014) και La telepatía nacional (2020). Ο Μητροφάγος (2010) είναι το πρώτο του βιβλίο που μεταφράζεται στα ελληνικά.

Επισκεφθείτε τη σελίδα του συγγραφέα

Κριτικές

Τέμπερλεϋ, Επαρχία του Μπουένος Άιρες, 1907

Είναι κάποιοι άνθρωποι που δεν –ή σχεδόν δεν– υπάρχουν, όπως η δεσποινίς Μενέντες. Η προϊσταμέ­­νη των νοσηλευτριών. Στο χώρο αυτών των λέξεων χω­­­ράει ολόκληρη. Οι γυναίκες για τις οποίες είναι υπεύθυνη μυρίζουν και ντύνονται ίδια, και μας αποκα­­λούν δόκτωρ. Αν ένας ασθενής χειροτερέψει λόγω κάποιας αμέλειας ή μιας παραπανίσιας ένεσης, κατακλύζονται από παρουσία: υπάρχουν στο λάθος. Αντίθετα, η Μενέντες ποτέ δεν κάνει λάθος, γι’ αυτό είναι η προϊ­σταμένη.
Την κοιτάζω όποτε μπορώ για να εντοπίσω μια ιδιωτική χειρονομία της, ένα μυστικό, μια ατέλεια.

Τη βρήκα. Είναι τα πέντε λεπτά της Μενέντες. Στηρί­ζεται στα κάγκελα και ανάβει ένα τσιγάρο. Καθώς δεν συνηθίζει να σηκώνει το βλέμμα, δεν αντιλαμβάνεται πως την παρατηρώ. Παίρνει μια έκφραση σαν να μη σκέφτεται, σαν άδειο μπουκάλι. Καπνίζει για πέντε λε­­πτά. Σ’ αυτό το χρονικό διάστημα δεν καταφέρνει να τελειώσει το τσιγάρο και το αφήνει στη μέση. Η σπα­τάλη της, η προσωπική της πολυτέλεια, είναι να το σβήνει με ένα σαλιωμένο δάχτυλο και να το πετάει στα σκουπίδια. Καπνίζει μόνο καινούργια τσιγάρα. Έτσι μπαίνει στον κόσμο κάθε μέρα, την ίδια ώρα, και υπάρχει για όσο χρόνο χρειάζεται ώστε να την ερωτευτώ.

Οι συνάδελφοί μου είναι πολλοί και ακόμη δεν τους αναγνωρίζω όλους. Υπάρχει ένας γεροδεμένος άντρας με μια ελιά στο σαγόνι που πάντα με χαιρετά, και τον οποίο θυμάμαι μόνο εξαιτίας της ελιάς του. Δεν ξέ­­­ρω πώς τον λένε, ούτε ποια είναι η ειδικότητά του. Το μισό του πρόσωπο είναι πιο χαλαρωμένο από το άλλο, και κάθε φορά που μιλάει –δεν πολυκαταλαβαί­νω για ποιο πράγμα–, μισοκλείνει τα μάτια σαν να τον τυφλώνει μια λάμψη.

Κάθε λέξη που λέει η Σίλβια είναι μια μύγα που βγαίνει από το στόμα της, και θα ’ταν καλύτερα να σωπαίνει για να μην αυξάνεται ο αριθμός τους. Τη βυθίζω σε πα­­­γωμένο νερό. Όταν αποσύρω το χέρι μου, εκείνη βγάζει έξω το κεφάλι, ανασαίνει και ξαναρωτάει: «Δεν βλέπετε ότι οι μύγες βγαίνουν από μέσα μου;» Το ότι δεν τις βλέπω την πειράζει πιο πολύ από το κρύο. Ακόμη δεν μπορώ να εξηγήσω γιατί μου την ανέθεσαν. Δεν είμαι ψυχίατρος. Θα ορκιζόμουν ότι το μόνο που κάνει το παγωμένο νερό είναι να την εκθέτει στον κίνδυ­νο να αρπάξει καμιά πνευμονία. Όμως το πιο σημαντικό σε αυτές τις περιπτώσεις είναι η επιμονή του πα­­­ραληρήματος, που με τον πάγο θα έπρεπε να υποχωρήσει. Της υπόσχομαι ένα ζεστό κρεβάτι. Πρέπει να σημειώνω κάθε αλλαγή: αν προτιμά να μένει σιωπη­­­λή, αν ζητάει την οικογένειά της (δεν έχει οικογένεια, αλλά αυτό θα ήταν ένα πιο υγιές παραλήρημα), αν δεν υπάρχουν πια μύγες. Τις βλέπει να διαλύονται στο ταβάνι.

Δεν σκέφτεσαι τα συνήθη μιας νοσοκόμας. Στα πέντε λεπτά του τσιγάρου σου, με αυτό το άδειο πρόσωπο, σαν να μην ήσουν γυναίκα, αλλά το γυναικείο επάγγελ­μά σου, σκέφτεσαι πράγματα που δεν είναι καθετήρες ούτε οροί, πράγματα δίχως μορφή.

Εδώ είναι. Σέρνει πίσω της ένα σύννεφο από νοσοκόμες που της ζητούν βοήθεια, συμβουλή, κλινικά ιστορι­κά, προϊόντα καθαρισμού. Φοράω μπριγιαντίνη. Βρί­­­­­σκομαι ήδη κοντά. Είναι εύκολο να διαλύσω αυτό το σύννεφο. Αρχίζουν να παραμερίζουν για να μην πα­­­ραβιάσουν τον προσωπικό μου χώρο. Εμείς οι γιατροί κερδίζουμε αυτό το σωματικό δικαίωμα που οι νοσοκόμες, με τα κλύσματα και τα θερμόμετρά τους, δεν σέβονται σχεδόν σε κανέναν άλλον.
«Μενέντες!»
«Μάλιστα, δόκτωρ Κιντάνα;»
Είναι όμορφο να την ακούω να λέει το όνομά μου. Της δίνω κάποια οδηγία.

Το σανατόριο βρίσκεται στα περίχωρα του Τέμπερλεϋ, λίγα χιλιόμετρα από το Μπουένος Άιρες. Η μέγιστη δραστηριότητά του καταγράφεται στην ημερήσια βάρδια, που δέχεται κατά μέσο όρο τριάντα ασθενείς. Η νυχτερινή βάρδια, μες στην ερημιά, μου έχει ανα­τεθεί εδώ και ένα χρόνο. Οι ασθενείς μου είναι άντρες που κόβονται με μαχαίρι σε κάποιο κοντινό πανδοχείο και μας ευχαριστούν για τη διακριτικότητά μας απέναντι στο νόμο. Οι νοσοκόμες τούς φοβούνται. Φεύγουν από το μονοπάτι που διασχίζει το πάρκο πριν σκοτεινιάσει. Δεν θυμάμαι να έχω δει τη Μενέντες να βγαίνει. Πάντα είναι εδώ. Ζει στο Σανατόριο; Σημειώνω: να ρωτήσω.
Φτάνει η νύχτα και δεν υπάρχει τίποτα να κάνεις. Καλύτερα να τριγυρνάς στους διαδρόμους, αναζητώ­ντας μια κουβέντα ή μια παρτίδα χαρτιά, δίνοντας σχήμα στη νύχτα. Μια νοσοκόμα στηρίζεται στον τοίχο με τα χέρια στις τσέπες. Η συνάδελφός της κοιτάζει το πάτωμα.
Ο δόκτωρ Παπίνι έρχεται προς το μέρος μου τροχάζοντας με το δείκτη στα χείλη του, ζητώντας μου να σωπάσω. Έχει φακίδες και τη συνήθεια να μαλάσσει τα στήθη λιπόθυμων ηλικιωμένων γυναικών. Ενίοτε μου κάνει αδιάκριτες εξομολογήσεις για τη ζωή του· η συ­­νειδητή του αναισχυντία μου προκαλεί μια κάποια αηδία. Με οδηγεί σε έναν μικρό θάλαμο.
«Ξέρετε τι έχει στο νεκροτομείο, Κιντάνα;»
«Το κόκκινο κρασί που έκρυψαν την Τρίτη».
«Όχι, πάει αυτό, τέλειωσε. Δώσαμε μερικά μπουκάλια στην καθαρίστρια για να μην ανοίξει το στόμα της. Ελάτε μαζί μου».
Ο Παπίνι ανοίγει ένα συρτάρι. Βγάζει ένα ανθρωπομετρικό εργαλείο που αγόρασε πριν από ένα μήνα στην Πασέο δε Χούλιο και που κατόπιν διαταγής του Λεδέσμα δεν μπόρεσε ποτέ να το χρησιμοποιήσει μέ­­σα στο σανατόριο. Είναι ιδρωμένος, εξοφθαλμικός και μυρίζει λεμόνι. Αυτό δηλώνει ότι είναι ευτυχισμένος ή ότι πιστεύει πως είναι ευτυχισμένος. Σε τέτοιου είδους πράγματα θεμελιώνεται η προσωπικότητά του.

«Συμβαίνουν παράξενα πράγματα, Κιντάνα. Οι γυ­ναίκες κλείνονται στο μπάνιο και χρησιμοποιούν τον μπιντέ για πολλή ώρα. Όταν βγαίνουν, δεν λένε λέξη. Σας διαβεβαιώ πως αυτό το τελετουργικό δεν αφορά ούτε προσωπική υγιεινή ούτε αυνανισμό. Εγώ ο ίδιος άνοιξα τα πόδια της συζύγου μου, τη μύρισα, και τίποτα. Μου είπε ότι έπλενε τα δόντια της. Όμως εγώ την άκουσα! Το νερό του μπιντέ κάνει ένα θόρυβο που δεν μπορείς να τον μπερδέψεις! Είμαι ανίκανος για πολλά πράγματα, φίλε, ακόμα περισσότερο για τη δολοφονία μιας συζύγου. Άλλοι όμως μπορούν –κα­ταλαβαίνετε;–, την αναγκάζουν να ομολογήσει, γιατί ­­σ’ αυτό το τελετουργικό νερού και πορσελάνης ενυπάρχει μια απειλή για τους άντρες. Οι γυναίκες μακιγιάρονται για να σβήσουν το πρόσωπό τους, στριμώχνονται σε έναν κορσέ και έχουν πολλούς οργασμούς –το ξέ­­­ρε­­­τε;–, τόσους πολλούς που εμάς θα μας στράγγιζαν εντελώς. Είναι διαφορετικές. Κατάγονται από ένα ιδιαίτερο είδος πιθήκου, που πριν ήταν ενυδρίδα, που πιο πριν ήταν ένα γαλάζιο αμφίβιο, ή κάτι με βράγχια. Η μορφή του κεφαλιού τους είναι επίσης διαφορετική. Κλείνονται μέσα για να χρησιμοποιήσουν τον μπιντέ, για να σκεφτούν υγρά πράγματα που ταιριάζουν με τις γραμμές του κρανίου τους. Η απειλή. Εγώ είμαι καλός άνθρωπος, δεν έχω το κουράγιο να αντιμετωπίσω την απειλή. Άλλοι όμως το έχουν. Τις πιάνουν από τα μαλλιά και τις ρωτάνε τι έκαναν τόση ώρα στον μπι­­­ντέ. Κι αν η γυναίκα δεν μιλάει, τη μαχαιρώνουν. Αυτοί οι άντρες είναι τόσο διαφορετικοί από μας όσο κι εκείνες. Προέρχονται από έναν διαφορετικό πίθηκο, κατωτέρου επιπέδου από τον δικό μας, αλλά υγιή κι ανθεκτικό. Στο νεκροτομείο έχει έναν τέτοιο. Πάμε να τον μετρήσουμε. Θα σας αποδείξω ότι το κρανίο του ανταποκρίνεται στην περιγραφή ενός αταβικού, ενός γεννημένου δολοφόνου. Πρέπει να το κάνουμε τώρα, γιατί αύριο θα τον πάρουν. Είστε έξυπνος, αλλά λιγάκι ξεροκέφαλος. Θα σας φλομώσω στις αποδείξεις».
«Ο τύπος σκότωσε τη γυναίκα του επειδή δεν του είπε τι έκανε στον μπιντέ;»
«Πρόκειται για μεταφορά, Κιντάνα».

Ενώ βγαίνουμε στο διάδρομο, θυμάμαι ότι τα μπάνια του σανατορίου δεν έχουν μπιντέ. Η Μενέντες δεν μπορεί να μου κρύψει τίποτα. Ούτε υγρές σκέψεις ούτε απειλές. Ο Παπίνι μιλά όλο και πιο γρήγορα περπατώντας προς το νεκροτομείο και αφήνοντας πίσω του μια πνοή από λεμόνι.

«Το επονομαζόμενο ποιοτικό άλμα, Κιντάνα. Τη νύ­­χτα φανταζόμαστε δραστικά πλάνα που αν πραγματο­ποιούνταν θα μας άλλαζαν ολοκληρωτικά. Όμως το πλάνο διαλύεται τη μέρα και ξαναγινόμαστε οι ίδιες μετριότητες που με πείσμα ρημάζουμε τη ζωή μας. Δεν σας συμβαίνει κι εσάς; Μ’ αυτούς τους ανθρώπους είναι αλλιώς. Γιατί νομίζετε πως εξακολουθούν να υπάρ­­­χουν, αφού είναι κατώτεροι από εμάς; Είναι ζή­­­τη­­­­­μα προσαρμογής: εκείνοι πράττουν. Αυτό που σχεδιά­ζουν τη νύχτα το πραγματοποιούν την επόμενη μέρα. Κι επίσης είναι έκφυλοι. Βάζουν πολλή μπριγιαντίνη, βρωμάνε ταμπάκο, ιδρώνουν χολή, αυνανίζονται πολύ και δεν έχουν ήθος, έχουν όμως μια ηθική που ούτε εσείς ούτε εγώ μπορούμε να καταλάβουμε, και που σχε­­τίζεται με την εξόντωσή μας. Καταλαβαίνετε;»
«Πώς καταλαβαίνουμε πως κάποιος βάζει πολλή μπριγιαντίνη;»
«Με ερμηνεύετε πολύ κυριολεκτικά, Κιντάνα».

Μπαίνουμε στο νεκροτομείο, τον καλύτερα φωτισμένο χώρο του σανατορίου. Με τις φακίδες του, ο Πα­­­πίνι μοιάζει με κοκαλιάρη έφηβο. Αν υπάρχουν αυτοί οι άνθρωποι που μόλις μου περιέγραψε, είναι ένας απ’ αυτούς. Το σώμα είναι πάνω στο τραπέζι. Η Μενέντες δεν πρέπει να με δει ποτέ κάτω από αυτό το φως.

«Τον κρέμασαν οι συγκρατούμενοί του. Δεν βλέπετε την έκφραση στα μάτια του, και το χρώμα; Κι εδώ είναι η μπλαβιά γραμμή στο λαιμό. Κοιτάξτε αυτό το μέ­­­τωπο, πόσο στενό είναι. Κρανίο ασυμμετρικό, μι­­­κρό­­τερο σε σχέση με τον καυκάσιο μέσο όρο, με μια κυρτότητα στην περιοχή της δεξιάς κροταφοπαρειακής. Οι ιδέες θα πρέπει να του έρχονταν στριμωγμένες. Πόση ενέργεια των μυών του προσώπου χρειάζεται για να κινηθεί αυτή η σιαγόνα; Συγκρίνετε, Κιντάνα. Εσείς δεν είστε αυτό που λέμε όμορφος, αλλά έχετε τα χαρακτηριστικά σας στη θέση τους. Για τα κα­­ρύδια σας δεν ξέρω, εσείς θα ξέρετε όμως, ε; Καθένας κάνει ό,τι θέλει με τα καρύδια του. Κοιτάξτε τον: έχει το αριστερό του μάτι τρία ή τέσσερα χιλιοστά χαμηλότερα από το δεξί, τεράστια αυτιά, τους κάτω κυνόδοντες πιο ανεπτυγμένους από τους πάνω. Δεν μασούσε, ξέ­­­σκι­­­ζε το κρέας. Σηκώστε το πόδι του, Κιντάνα, λυγίστε του το γόνατο. Βλέπετε; Πόδι που γραπώνει. Ένας άνδρας με μικρό κεφάλι για να μην μπερδεύεται, τριχωτός, με δόντια ικανά να μας σπάσουν το μηριαίο οστό με μια δαγκωματιά… Αντιλαμβάνεστε; Σε λίγα χρόνια θα μπορούμε να αναγνωρίζουμε αυτά τα ζώα μόλις βγαίνουν από τη μάνα τους, και να τους αδειάζουμε τα αρχίδια αν είναι άνδρες, ή να τους αφαιρούμε τη μήτρα, αν είναι γυναίκες».
«Γιατί να μην τους σκοτώνουμε κατευθείαν;»
«Δεν με παίρνετε στα σοβαρά, Κιντάνα».
«Δεν θέλω να είμαι αγενής, Παπίνι. Αυτός ο άνδρας είναι ένα μεμονωμένο περιστατικό».
«Ας μετρήσουμε λοιπόν εσάς και το ξερό σας το κε­­­φάλι. Ή ας βρούμε κάποιον άλλον για να συγκρίνουμε».
«Ας μετρήσουμε τη δεσποινίδα Μενέντες».

Μπαίνει στο γραφείο μου συνοδευόμενη από τον Πα­­­πί­­νι. Ξέρει ότι αυτή η συνάντηση δεν άπτεται της εργασίας της. Φαίνεται στο πρόσωπό της, που δεν είναι το δικό της, και στο σώμα της, που γέρνει προς τα πίσω.
Οι εξηγήσεις είναι λίγες, ασαφείς. Εκείνη καταλα­­βαίνει ότι το θέμα είναι το κεφάλι της, αλλά δεν ξέρει ότι ο Παπίνι ελπίζει να βρει μια εγκληματία (ή και όχι, κάθε αποτέλεσμα θα ήταν έγκυρο), ενώ εγώ μια σύ­­ζυγο. Κάθεται σε μια καρέκλα και μας αφήνει να τη με­­­τρήσουμε. Έχει πολύ λευκό δέρμα, ανοιχτόχρωμα μάτια και μια ελαφριά κλίση στη μύτη. Η αντίδρασή της στον πόνο (ο Παπίνι της τσιμπά ένα δάχτυλο) είναι συγκρατημένη.
Δεν τολμώ να της μιλήσω. Ποιο πιθηκοειδές βρίσκεται εντός της δεσποινίδας Μενέντες; Εγώ νομίζω κανένα. Είμαι διατεθειμένος να της αποδώσω ένα αμφίβιο παρελθόν, αλλά μόνον αυτό.

Κοιτάζω από το παράθυρο. Από μια ρωγμή στον τοίχο βγαίνει μια πομπή μυρμηγκιών. Προχωρούν διαγράφοντας έναν ευρύ κύκλο. Τα πρώτα παραμένουν στην περιφέρεια, και τα υπόλοιπα γεμίζουν τους κενούς χώρους του κύκλου μέχρι που στον τοίχο να μην υπάρχει ρωγμή, ούτε μυρμήγκια, αλλά μια χιτινώδης κηλίδα, κι ένα τρίξιμο ποδιών. Υποθέτω πως αυτή η κυκλικότητα συνιστά τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνονται τον κόσμο.

Συναντώ τη Σίλβια καθισμένη στο κρεβάτι. Μου ζητά να της ανοίξω το παράθυρο και ρωτά πώς είναι ο καιρός. Κάνει κρύο. Η είδηση τη χαροποιεί: οι μύγες φεύγουν με το κρύο. Συνεχίζει να μιλάει για μύγες. Σκέφτομαι, εντός παρενθέσεως, τη Μενέντες. Οι δύο καμπύλες γραμμές κλείνουν σιγά σιγά μες στο κεφάλι μου. Κι έτσι η Μενέντες εγκλωβίζεται στο κεφάλι μου και το κεφάλι μου στην παρένθεση.
Είναι σωστό που επιτρέπω στον εαυτό μου αυτές τις παρεμβολές, αυτές τις φαντασιώσεις; Είναι υγιές; Δεν γνωρίζω καν το μικρό της όνομα. Γιατί κοκκινίζω; Δεν ντρέπομαι;
Πρέπει να αλλάξω πίθηκο. Να κάνει τη μέρα αυτά που σχεδιάζει τη νύχτα.
«Ερωτεύτηκες ποτέ, Σίλβια;»
Έλεγε κάτι για το πώς να καλύπτεσαι με μύγες, αλλά δέχεται την παρέκβαση με φυσικότητα.
«Ναι, ερωτεύτηκα».
«Ποιον;»
«Προτιμώ να μη σου πω, γιατρέ».
«Ήταν αμοιβαίος ο έρωτας;»
«Ναι».
«Και τι έκανε εκείνος ο άντρας για να σου πει πως σ’ αγαπά;»
«Μου είπε: “Σύλβια, σας σκέφτομαι”».
«Σου είπε ψέματα».

Πού βρίσκεται; Πρέπει να γίνει τώρα. Πριν φτάσω να μην ξέρω τι να της πω. Δεν είναι πως το ξέρω κιόλας, έχω όμως την παρόρμηση. Ο γιατρός με την ελιά μού λέει ότι η Μενέντες βρίσκεται στο σανατόριο, αλλά δεν ξέρει πού, και ότι αν βρίσκεται στο δωμάτιό της είναι καλύτερα να μην την ενοχλήσω.
Πώς μπορεί να ζει σε ένα σανατόριο;

Τη βλέπω να μπαίνει στο γραφείο του Λεδέσμα και περπατώ μαγνητισμένος προς το μέρος της, μόνο και μόνο για να μου κλείσει την πόρτα στα μούτρα κάποιος αναιδής που είναι μέσα ή ίσως και αυτή η ίδια.
Μου θυμίζουν πως υπάρχει μια ειδική συνάντηση. Μαζευόμαστε δίπλα στην πόρτα του γραφείου του Λε­­­δέσμα. Πρέπει να περιμένω όπως ακριβώς κι όλοι οι άλλοι. Το μελίσσι των συναδέλφων μου. Ο δόκτωρ Χιχένα είναι ενθουσιώδης, φοράει γυαλιά και πιστεύει πως είναι ο πιο αγαπητός στους ασθενείς επειδή τους διασκεδάζει με ανέκδοτα την ώρα των ενέσεων. Οι δό­­κτορες Γκουριάν και Σίσμαν θεωρούν πως η επιμονή του Χιχένα να συμπεριφέρεται σαν θείος των ασθενών αμαυρώνει τη δουλειά του ως επαγγελματία. Ο Παπίνι κάνει ένα αστείο σχετικά.
Φτάνουν κι άλλοι γιατροί. Οι κοιλιές μας αρχίζουν να αγγίζονται, τα κουμπιά να γαντζώνονται το ένα στο άλλο, τα μουστάκια να ορθώνονται ηλεκτρισμένα. Θα συνεχίζαμε έτσι, θα πασπατευόμασταν συγκαλυμμένα για να χαλαρώσουμε την αναμονή, αλλά φτάνει ο μίστερ Αλλόμπυ, από τον οποίο εξαρτάται ο μισθός μας, και στεκόμαστε όλοι προσοχή. Δεν τον βλέπουμε συχνά στο σανατόριο. Η συνάντηση είναι σημαντικότερη απ’ ό,τι πιστεύαμε. Μάλλον θα πρέπει να βγάλει ο καθένας τα άπλυτά του στη φόρα και να αρχίσει την μπουγάδα.
Κάποιος τον χαιρετάει στα αγγλικά. Με πολύ κακή προφορά. Από φόβο μήπως μολύνουμε την αύρα του, ρουφάμε την κοιλιά μας και στριμωχνόμαστε ακόμη πιο πολύ. Αυτή τη φορά όμως όχι συγχρονισμένα κι έτσι κάποιος που έχει μείνει πίσω σκοντάφτει στα πό­­­δια κάποιου άλλου, και πέφτει πάνω στην πόρτα του γραφείου. Η πόρτα υποχωρεί.
Βλέπουμε τον Λεδέσμα στα τέσσερα κάτω από το γραφείο του. Κάποιοι σκεφτόμαστε ότι το να βρίσκε­σαι πεσμένος στα τέσσερα σε ένα σταθμό τραίνου είναι αναξιοπρεπές, αλλά το να το κάνεις στο γραφείο σου και κατά μόνας δεν επιφέρει κάποια βλάβη σε έναν καθωσπρέπει άνθρωπο. Άλλοι, αντιθέτως, ζυ­­­γίζουν το ενδεχόμενο να του κολλήσουν κάποιο πα­­­­ρατσούκλι, να παρακούν τις διαταγές του, και να ζη­­­τήσουν την παραίτησή του για ανάρμοστη συμπεριφορά. Αυτή η διαφορά απόψεων περί της σκηνής μάς προκαλεί αμηχανία. Συγκρατούμε την ανάσα μας μέχρι που ο Λεδέσμα καταλαβαίνει πως τον παρακολουθούν. Γυρίζει το κεφάλι και μας κοιτά.
«Όχι η ώρα ακόμη», λέει ο μίστερ Αλλόμπυ, κλείνοντας την πόρτα.
Ο Λεδέσμα και ο μίστερ Αλλόμπυ είναι καθισμένοι μπροστά από το γραφείο. Οι πιο ταπεινοί τοποθετούνται κοντά σε αυτή την εστία εξουσίας, με το σώμα γυρτό σε αναζήτηση αποδοχής και προστασίας. Οι πιο σίγουροι καθόμαστε μακριά, με απόλυτο έλεγχο του σώματός μας και φέροντας περήφανα την μπάκα μας.
«Τα καταφέρατε να την πιάσετε, Μενέντες;» ρω­­­τάει ο Λεδέσμα μεγαλοφώνως.
Η Μενέντες μπαίνει στο γραφείο με μια θορυβώδη πάπια στα χέρια της. Είναι μια είσοδος εντυπωσιακή. Πολλοί από τους συναδέλφους μου την κοιτάζουν για πρώτη φορά, παρατεταμένα. Υπάρχει κατά διαταγή του διευθυντή.
«Αφήστε την πάνω σ’ αυτό το τραπεζάκι», λέει ο Λεδέσμα.
Το γυαλί του τραπεζιού κάνει την πάπια να γλιστρήσει. Όταν ξαναβρίσκει την ισορροπία της, επανέρχεται στη χαρακτηριστική απάθεια του είδους της. Πλάι της υπάρχει ένα ξύλινο κουτί μεσαίου μεγέθους. Το καπάκι του, που ανοίγει σε δύο μισά, έχει στο κέντρο του μια φαρδιά κυκλική τρύπα, περιτριγυ­ρι­­­­σμένη από τη λέξη ergo χαραγμένη με λατινικούς χα­­­ρακτήρες. Κάτω από το καπάκι υπάρχει μια λεπίδα που εκτινάσσεται οριζόντια με τη δύναμη και την τα­­­­­χύτητα βαλίστρας. Στα πλαϊνά, με τις ανάγλυφες προτομές του Λουδοβίκου ΙΣΤ΄ και της Μαρίας Αντουανέτας, διαβάζουμε cogito και sum, αντίστοιχα. Είναι σαφές ότι οι λέξεις και οι μορφές έχουν μια αλληγορική στόχευση, κάτι που υποβαθμίζει την ομορφιά του συνόλου.
«Η καημένη η καρτεσιανή μας πάπια», λέει ο Λεδέσμα χαμογελαστός.
Ο Λεδέσμα τοποθετεί την πάπια στην γκιλοτίνα από μια καταπακτή στο κάτω μέρος της, και βάζει το κεφάλι της στην τρύπα. Χωρίς πολλά πολλά, ενεργοποι­εί το μηχανισμό. Η λεπίδα κόβει με τέτοια ταχύτητα ώστε δεν χύνεται ούτε σταγόνα αίμα. Το κεφάλι της καρτεσιανής πάπιας παραμένει πάνω στο ergo. Μοιάζει να μην έχει νιώσει τίποτα. Μας κοιτάζει. Ή σκέφτεται πράγματα που σκέφτονται οι πάπιες. Παραμένει έτσι για κάμποσα δευτερόλεπτα, κακαρίζοντας πότε πότε, μέχρι που σβήνουν τα μάτια της και το πέ­­ρα­­­σμά της από τον κόσμο.
Δεν καταφέρνω να δω αν η Μενέντες παρακολουθεί ή προτιμά να κοιτάζει προς την άλλη μεριά, αλλά όπως και να ’χει αυτή απομακρύνει το σώμα, τυλίγοντάς το σ’ ένα καθαρό πανί πριν βγει από το δωμάτιο.
«Να παραμείνει ζουμερό, παρακαλώ», ζητάει ο Λε­­δέσμα.
Περιμένουμε μια εξήγηση.
«Ας το δούμε ως παράδειγμα», λέει ο Λεδέσμα.
«Τι θέλετε να μας πείτε; Ότι δεν μπορείτε να κάνετε άλλο την πάπια; Επίκεινται περικοπές στο προσωπικό; Θα πέσουνε κεφάλια, αυτό θέλετε να πείτε;»
«Όχι, Παπίνι», λέει ο Λεδέσμα. «Το κίνητρο γι’ αυτήν την εισαγωγή, που ελπίζω να την αισθανθήκατε ως ονειροπόλα και αντισυμβατική, βρίσκεται σε αυτά τα χαρτιά που ευθύς αμέσως αρχίζω να σας διαβάζω».

Πριν από την γκιλοτίνα, η θανατική ποινή ήταν ένα δη­­­μόσιο θέαμα με σταθερά πρόσωπα: δήμιος, καταδικασμένος, όχλος. Το απαράλλαχτο τέλος δεν μετρίαζε το δέος της αναπαράστασης, ταυτοχρόνως διδακτικό και καθαρτήριο.
Η εφεύρεση της γκιλοτίνας μετατρέπει τη θανατική ποινή σε τεχνική. Η μορφή του δήμιου συρρικνώνεται στην ελάχιστη έκφρασή της, αυτή του χειριστή μιας μη­χανής. Η αυστηρή λειτουργικότητα της νέας μεθόδου δεν αφήνει χώρο για το ύφος.
Οι δήμιοι, ωστόσο, αρνούνται να παραιτηθούν από τη χαρακτηριστική τελετουργική χειρονομία τους, αυτή του να σηκώνουν το κεφάλι του αποκεφαλισμένου και να το δείχνουν στον όχλο αφ’ ης στιγμής ολοκληρώνεται η δουλειά.
α) Ο δήμιος προσφέρει μια πλήρη απόδειξη της κα­­λής εκτέλεσής του, όχι από προσωπική υπερηφάνεια, αλλά για να συγκεντρώσει επαίνους και να λάβει ανταμοι­βή.
β) Ο όχλος λατρεύει τις απλές και κατηγορικές προτάσεις. Το κεφάλι ισοδυναμεί με μια τελεία που αφήνει τους πάντες ικανοποιημένους. Ο δήμιος ως αποφθεγματιστής.
Το «α» και το «β» μοιάζουν να εξαντλούν τις πιθανές ερμηνείες της πράξης. Όμως ο δήμιος γνωρίζει το αλφαβητάρι του θανάτου από την αρχή ώς το τέλος. Από το «γ» και μετά υπάρχουν λόγοι πιο προσωπικοί που παραπέμπουν σε κάποια χάρη ή μια παραχώρηση προς τον καταδικασμένο. Εδώ θεμελιώνεται η μυστική ανταρσία του δημίου.
Ένα γεγονός άγνωστο για όσους δεν ασκούν το επάγγελμα είναι ότι το κεφάλι που χωρίζεται από τον κορμό παραμένει ενσυνείδητο και με πλήρη χρήση των λειτουργιών του για εννιά δευτερόλεπτα. Σηκώνοντας το κεφάλι, ο δήμιος προσφέρει στο θύμα του μια ύστατη και φευγαλέα θέαση του κόσμου. Κάνοντάς το, όχι μόνο αμφισβητεί την ίδια την έννοια της τιμωρίας, αλλά με­­­τατρέπει και το κοινό σε θέαμα.
Για να παραμείνει ο αποκεφαλισμένος διαυγής απαιτείται η τήρηση μιας σειράς κανόνων.
α) Πρέπει να είναι ξύπνιος τη στιγμή του αποκεφαλισμού του. Η τήρηση του «α» είναι ευθέως ανάλογη της ανδρείας του.
β) Πρέπει να κοιτάζει προς την κόψη της λεπίδας, δηλαδή προς τον ουρανό. Αυτό δεν είναι μια μεταφορά για την ανάκτηση της πίστης τους, αλλά μια πρακτική διευθέτηση. Όσοι δέχονται το μαχαίρι στον αυχένα λι­­­ποθυμούν από το χτύπημα.
γ) Το σημείο της τομής. Στους άνδρες, κάτω από το μήλο του Αδάμ. Στις γυναίκες πάνω από το σημάδι του ρο­ζαρίου. Να αποφεύγονται τα λοξά κοψίματα.
δ) Είναι προτιμότερο ένα κοινό θορυβώδες που θα εξάπτει τις αισθήσεις του αποκεφαλισμένου.
Αυτοί οι κανόνες και άλλοι λεπτοτέρας φύσεως (αν είναι γυναίκα να της στρέφουν το βλέμμα σε κατεύθυν­­ση αντίθετη από το πλήθος) μεταδίδονται από τους δη­­­μίους στους γιους τους, εν είδει εκπαίδευσης για το μελ­­­λοντικό τους επάγγελμα. Το μυστικό τούς δίνει χαρά και μια τρυφερή συνενοχή, και μεταφέρεται από γε­­­νιά σε γενιά όπως η μαύρη φορεσιά.