Προσφορά!

Λόγος γυναικών;

του Δημήτρη Δημητρόπουλου

, ,

Δέκα στιγμιότυπα από την ιστορία της ελληνικής επανάστασης

Δέκα γυναίκες ανάμεσα στο 1822 και στο 1827 απευθύνονται σε μία διοικητική αρχή της αναδυόμενης επαναστατικής εξουσίας. Δέκα ιστορίες από τα χρόνια της ελληνικής Επανάστασης: ιστορίες πολέμου, ιστορίες αδικίας, ιστορίες έμφυλων και κοινωνικών σχέσεων. Ιστορίες που φωτίζουν την καθημερινότητα ενός κόσμου που αλλάζει και την ίδια στιγμή μας επιτρέπουν να εστιάσουμε στους αόρατους πρωταγωνιστές του: τις ανώνυμες γυναίκες του ελληνικού 19ου αιώνα. Μέσα από τη φωνή τους, τα παράπονά τους, την ίδια τη λογική της διατύπωσης ενός γραπτού αιτήματος αναδύεται η συγκλονιστική μετάβαση στην επικράτεια του πολίτη. Του ανθρώπου που αναγνωρίζει την νέα εξουσία και την ίδια στιγμή νοιώθει το δικαίωμα να απευθυνθεί σε αυτήν. Ο Λόγος Γυναικών δεν είναι ένα συνηθισμένο βιβλίο για το 1821. Και το ερωτηματικό στον τίτλο του προειδοποιεί ότι υπονομεύει τις προκατασκευασμένες μας βεβαιότητες για το παρελθόν και το παρόν.

ιστορίες 1 | Διεύθυνση σειράς: Κωστής Καρπόζηλος

Εκκαθάριση

ο συγγραφέας

Δημητρόπουλος Δημήτρης

Ο Δημήτρης Δημητρόπουλος είναι ιστορικός και εργάζεται στο Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών. Έχει ασχοληθεί με την κοινωνική και οικονομική ιστορία κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας και με την Επανάσταση του 1821.

Επισκεφθείτε τη σελίδα του συγγραφέα

ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ

Υπερτάτη Διοίκησις,

Ο τύραννος των νεανικών ψυχών έρως κατεδάμασε και την ψυχήν εμού και Αθανασίου τινός Γιάννη Σακελλαρίου Μεγαρέως. Ο Αθανάσιος ούτος οργανίζων προ πολλού να με έχη συμβίον, και μη δυνάμενος, μίαν των ημερών, λαμβάνων ευκαιρίαν καλήν, την απουσίαν της μητρός μου, μ’ επήρε και υπήγομεν εις απωτέρω χωρίον, οπού ενδιατρίψαντες αρκετάς ημέρας, επεστρέψαμεν εις Μέγαρα, και εκεί κατ’ αμοιβαίον έρωτα και αγάπην συνεδέθημεν, χαριζόμενοι εις αλλήλους και δακτυλίδια αρραβονιαστικά. Ο νέος θέλει εμέ και εγώ τον νέον. Αλλ’ ο πατήρ του Γιάννης Σακελλαρίου, δεν θέλει, και βασανίζων τον υιόν του εξώρισε, διά να μην γένη η στεφάνωσις. Τώρα η δυστυχής εγώ πως θα κάμω ήδη έχουσα υπόληψιν γυναικός, και όχι κόρης; Και ποιος θέλει με στεφανωθή, παρ’ αυτός ο εραστής μου; Όθεν παρακαλώ θερμώς και στενάζουσα την αγαθήν φιλοστοργίαν της, να επιτάξη, όπου ανήκη να εκκλητευθώσι ο εραστής μου, και ο πατήρ του Γιάννης Σακελλαρίου, ενθάδε να εξετασθή το πράγμα, και να ενεργηθή το δίκαιον και το νόμιμον, διά να μην απολεσθώ η δυστυχής. Ούσα δε βεβαία, ότι η δικαιοσύνη της η μεγάλη και η αγαθότης εξομαλεί τα ανώμαλα, και ενεργή δραστηρίως το δίκαιον μένω μ’ όλον το βαθύτατον σέβας.

Τη 23 Σεπτεμβρίου 1824: εν Ναυπλίω
Η πατριώτις
Αικατερίνη Αναστάση Τζίκα
(διά χειρός Α. Μαυροκεφάλου)

[οπισθόφυλλο:]
Αναφορά της Αικατερίνης Αναστάση Ζίκα

 

Μια ερωτική ομολογία, στα χρόνια της ελληνικής επανάστασης· η Αικατερίνη Γκίκα (Τζίκα) κόρη του Αναστάση, την απευθύνει στην κυβέρνηση. Το χέρι του γραφέα, όπως δηλώνεται στη θέση της υπογραφής, ήταν ανδρικό, του Α. Μαυροκέφαλου. Ενδεχομένως δικό του είναι και το λεκτικό. Λόγια γλώσσα, πεπαιδευμένου ανθρώπου· γλώσσα των σχολείων και των λογοτεχνικών βιβλίων της εποχής, δίχως γραμματικά και συντακτικά λάθη. Το περιεχόμενο όμως αποδίδει την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η νέα γυναίκα που υπογράφει· εκθέτει τα βιώματα και τα συναισθήματά της, ιχνογραφεί διαμορφωμένες κοινωνικές και οικογενειακές σχέσεις.
Η Αικατερίνη Γκίκα παρουσιάζει με αδρές γραμμές την ερωτική της ιστορία. Ο Μεγαρίτης Αθανάσιος Σακελλαρίου την είχε ερωτευτεί και ήθελε να την παντρευτεί. Ήταν και οι δύο νέοι, αν και δεν ξέρουμε ακριβώς την ηλικία τους. Πάντως μια μέρα που έλειπε η μητέρα της αυτή τον ακολούθησε εκούσια σε ένα γειτονικό χωριό, έμειναν μαζί λίγες μέρες, όπου συνήψαν σεξουαλικές σχέσεις· αντάλλαξαν και δαχτυλίδια αρραβώνα. Όταν επέστρεψαν όμως στα Μέγαρα ο πατέρας του αρραβωνιαστικού της πλέον, αντέδρασε βίαια, και υποχρέωσε τον γιο του σε εξορία, προκειμένου να ματαιωθεί ο γάμος μαζί της. Η Αικατερίνη ζητά από την «υπερτάτην διοίκησιν» βοήθεια. Όπως λέει ρητά, δεν είναι πλέον παρθένα και ο μόνος ευυπόληπτος γι’ αυτήν δρόμος είναι ο γάμος με τον εραστή της.
Η ιστορία μοιάζει με συνηθισμένο ερωτικό δράμα του αγροτικού χώρου· ένα ειδύλλιο σαν αυτά που έχει αναδείξει η λογοτεχνία του 19ου αιώνα και ο ελληνικός κινηματογράφος στα πρώτα βήματά του. Υπάρχει όμως μια ουσιαστική διαφορά. Η γυναίκα που πρωταγωνιστεί κοινοποιεί τα ερωτικά της παθήματα στην κυβερνητική διοίκηση και ζητά τη συνδρομή της στην απάλυνση των συνεπειών τους. Νομίζω στο λόγο της διαφαίνεται μια κάποια αμηχανία για τον τρόπο που η Διοίκηση μπορεί να παρέμβει στο πρόβλημα, ταυτόχρονα όμως και πίστη στη στοργική της φροντίδα και στη δίκαιη κρίση της, που «εξομαλύνει τα ανώμαλα». Βρισκόμαστε τρία μόλις χρόνια μετά την επανάσταση, αλλά μια νέα γυναίκα, κάτοικος ενός ορεινού μικρού χωριού απευθύνεται στην ηγεσία του κράτους ως «πατριώτις», ως πολίτης που ζητά απόδοση της δικαιο­σύνης.
Ποια κρατική υπηρεσία όμως ήταν αρμόδια να διαχειριστεί τις επιπτώσεις μιας ερωτικής ομολογίας; Εύλογα θα περίμενε κανείς ότι η τύχη μιας αναφοράς σαν αυτήν θα ήταν να μπει στο αρχείο, να μη δοθεί καμιά σημασία. Άλλωστε και το χαμηλό προφίλ, η ισχύς και η κοινωνική θέση, των προσώπων που εμπλέκονται, κατά κανόνα τα καθιστούν αόρατα· η ιστορία φωτίζει προνομιακά τους μεγάλους πρωταγωνιστές. Εντούτοις υπήρξε συνέχεια, το νήμα της οποίας μάλιστα χάρις στην πυκνότητα και την ποιότητα του αρχειακού υλικού που παρήχθη από τη δημόσια διοίκηση των χρόνων της επανάστασης, είναι εφικτό σε κάποιο βαθμό να αποκατασταθεί. Η Διοίκηση λοιπόν ζήτησε να επιληφθεί του θέματος και να ενημερώσει το Υπουργείο Δικαίου ο τοπικός έπαρχος Δερβενοχωρίων, της Μεγαρίδας, η οποία ήταν περιοχή με ιδιαιτερότητες που αποτέλεσε χωριστή επαρχία. Μια περιοχή όπου λειτουργούσε ισχυρό δερβένι, δηλαδή φυλασσόμενο εμπορικό και συγκοινωνιακό πέρασμα, το οποίο είχε εξασφαλίσει ειδικό φορολογικό καθεστώς για τους κατοίκους των χωριών από την έναρξη της οθωμανικής κατάστασης στα μέσα του 15ου αιώνα μέχρι τα χρόνια της ελληνικής επανάστασης, αλλά και μια σχετική ευπορία στους κατοίκους μετά τα Ορλωφικά.

ΤΑ ΤΕΚΜΗΡΙΑ

Η αναφορά της Αικατερίνης θα προκαλέσει τους επόμενους μήνες αλυσιδωτές αντιδράσεις και επίσης μια πολλαπλά ενδιαφέρουσα πυκνή αλληλογραφία των εμπλεκομένων με τη Διοίκηση. Η οργάνωση του τότε διοικητικού μηχανισμού και η διάσωση των τεκμηρίων επιτρέπουν σε μεγάλο βαθμό να ακολουθήσουμε το νήμα που μας χαρίζουν τα έγγραφα:
Στις 3 Οκτωβρίου 1824 ο γραμματέας του Επαρχείου Μεγαρίδας Ν. Νεόπλιος –λόγω απουσίας του επάρχου– ενημερώνει το Υπουργείο Δικαίου ότι, λόγω ασθενείας του Ιωάννη πατέρα του Αθανάσιου Σακελλαρίου, καθυστέρησε λίγες μέρες η αναχώρησή τους για το Ναύπλιο αλλά θα υπάρξει φροντίδα να φύγουν το ταχύτερο δυνατό. Δύο ημέρες κατόπιν, στις 5 Οκτωβρίου, ο γραμματέας του Επαρχείου, μετά από απαίτηση των τοπικών προκρίτων, συντάσσει δεύτερη αναφορά όπου εκθέτει αναλυτικά τα συμβάντα, δίνοντας μία διαφορετική διάσταση στην υπόθεση. Όπως γράφει, το ζευγάρι έφυγε κρυφά. Όταν καταγγέλθηκε η εξαφάνιση ο έπαρχος προσπάθησε να τους βρει· μάταια όμως. Παρέμειναν κρυμμένοι και εμφανίστηκαν μετά από 15 ημέρες, οπότε αμέσως ο έπαρχος φυλάκισε τον νέο και παρέδωσε την Αικατερίνη στη μητέρα της. Πληροφορήθηκε όμως ότι υπήρχε μεταξύ τους συγγένεια, συγκεκριμένα ο εκ μητρός θείος της Αικατερίνης ήταν παντρεμένος με την αδελφή του αγαπημένου της Αθανάσιου (δηλαδή ανιψιά και θείος θα παντρεύονταν δύο αδέλφια). Επίσης ότι η φυγή του ζευγαριού έγινε με τη συναίνεση της μητέρας της νέας και ενός θείου της που «μετ’ αυτούς επεριφέρθη εις όλον αυτό το διάστημα εις τα όρη». Θορυβημένος τότε ο έπαρχος κατέφυγε στον μητροπολίτη Θηβών Παΐσιο, ο οποίος «εμπόδισεν ισχυρώς το να ευλογηθή το συνοικέσιον τούτο», επειδή οι νέοι θεωρούνταν συγγενείς. Κατόπιν αυτού με παρέμβαση και συναίνεση των τοπικών προκρίτων αποφασίστηκε η Αικατερίνη «να αφεθή», δηλαδή να συγχωρεθεί, ενώ ο νέος υποχρεώθηκε να παντρευτεί μία άλλη κοπέλα με την οποία ήταν ήδη 18 χρόνια αρραβωνιασμένος.
Στις 13 Οκτωβρίου η μητέρα της Αικατερίνης Αναστάσαινα Γκίκα από το Ναύπλιο όπου βρίσκεται ενημερώνει το Υπουργείο Δικαίου ότι έφθασε εκεί μόνο ο Ιωάννης Σακελλαρίου και ζητά να προσέλθει εξάπαντος και ο γιος για να κριθούν. Την επόμενη ημέ­­­ρα στο Ναύπλιο επίσης ο Ι. Σακελλαρίου συντάσσει τη δική του αναφορά προς το Υπουργείο, όπου τα πράγματα παρουσιάζονται διαφορετικά. Ο γιος του ήταν αρραβωνιασμένος εδώ και 17 χρόνια με την Κυριακή, θυγατέρα του Ιωάννη Μαργέτη, και τον Σεπτέμβριο, πριν σαράντα μέρες, αποφάσισαν οι γονείς να παντρέψουν τα παιδιά («απεφασίσαμεν να τους στεφανώσωμεν», με τα δικά του λόγια). Τότε η Αναστάσαινα Γκίκα με τον αδελφό της Αναστάση Κολοζούμη έστησαν μια πλεκτάνη με σκοπό να παρασύρουν τον γιο του σε γάμο με την κόρη της. Τον συνάντησαν, τον μέθυσαν και ο θείος οδήγησε την Αικατερίνη με τον Αθανάσιο σε ένα μέρος δύο ώρες μακριά από τη Χώρα Μεγάρων, ενώ η Αναστάσαινα είχε καταφύγει στη μονή της Φανερωμένης στη Σαλαμίνα. Ο νέος φοβήθηκε καθώς ήταν άοπλος και απειλούμενος μετά από αντίσταση τριών ημερών συγκατένευσε και παρέμεινε με την Αικατερίνη επί 15 ημέρες. Όταν επέστρεψαν στα Μέγαρα ο έπαρχος φυλάκισε τον Αθανάσιο και σε σύσκεψη δημογερόντων προκρίτων ο μητροπολίτης Θηβών αποφάνθηκε ότι όντας συγγενείς 5ου βαθμού ήταν ανεπίτρεπτο να παντρευτούν. Ακολούθως στεφάνωσαν τον Αθανάσιο με την αρραβωνιαστικιά του, τη θυγατέρα του Μαργέτη. Επειδή ο γιος του ασθενεί ήρθε εκείνος και παρακαλεί να κριθούν από επιτροπή με μάρτυρες τον έπαρχο, δημογέροντες και πρόκριτους Μεγάρων, τον μητροπολίτη Θηβών και τον στρατηγό Διονύσιο Ευμορφόπουλο. Ξενίζει ίσως η αναφορά στον τελευταίο, τον Ιθακήσιο Φιλικό, που αγωνίστηκε από διάφορες στρα­τιωτικές θέσεις στα χρόνια της επανάστασης. Ο Δ. Ευμορφόπουλος όμως ήταν από τον Νοέμβριο του 1822 οπλαρχηγός των Δερβενίων με απόφαση της Πελοποννησιακής Γερουσίας. Τον Ιούλιο του 1824 διορίστηκε στρατηγός και ήταν επικεφαλής 500 Δερβενοχωριτών στο στρατηγικής σημασίας στρατόπεδο της περιοχής. Διατηρούσε στενές σχέσεις με τους ντόπιους, αναπόφευκτα μετείχε και στις τοπικές αντιπαραθέσεις. Πέραν όμως της θέσης του στα τοπικά πράγματα, ο Ευμορφόπουλος γνώριζε προσωπικά τον πρωταγωνιστή του δράματος, αφού ακριβώς εκείνες τις ημέρες περιλαμβάνει τον Αθανάσιο Ιωάννη Σακελλαρίου σε λίστα προσώπων που προτείνει να λάβουν στρατιωτικό βαθμό (ο συγκεκριμένος του ταξίαρχου).
Λίγες ημέρες κατόπιν ο έπαρχος Δερβενοχωρίων Δημήτριος Μούρτος, που έχει επιστρέψει στην έδρα του, ενημερώνει το Υπουργείο ότι οι Ιωάννης και Αθανάσιος Σακελλάριος, όπως και ο Αναστάσιος Κολοζούμης, επιθυμούν να κριθούν στα Μέγαρα. Προτείνει αν συναινεί και το Υπουργείο να ειδοποιηθεί και η Αναστάσαινα που βρίσκεται στο Ναύπλιο να επιστρέψει για την κρίση. Στις 28 Οκτωβρίου 1824 συντάσσεται η οργίλη απάντηση του Υπουργείου. Ο έπαρχος κατηγορείται ότι παραβαίνει το δίκαιο, παρεκτρέπεται από τα καθήκοντά του, προβάλλει τις επιθυμίες των ντόπιων αντί να ακολουθήσει τις εντολές και προκαλεί καθυστέρηση στη διεκπεραίωση της υπόθεσης από «υπεράσπισίν τινα» (έχει διαγραφεί η βαρύτερη λέξη ιδιοτέλεια). Απαιτεί άμεση εκτέλε­­ση της διαταγής άλλως θα σταλεί εκτελεστική δύναμη.
Στις 30 Οκτωβρίου χρονολογούνται δύο έγγραφα προς το Υπουργείο Δικαίου. Το πρώτο εμφανίζονται να συντάσσουν οι επικεφαλής της εκκλησίας στην περιοχή (φέρουν τους τιμητικούς ­τί­­τλους του οικονόμου και του σακελλάριου) και τρεις πρόκριτοι των Μεγάρων, και έχει ίδιο ακριβώς περιεχόμενο με την αναφορά του Ιωάννη Σακελλάριου. Οι διατυπώσεις, τα επιχειρήματα, το λεκτικό είναι ίδια και απαράλλακτα, ενώ έχουν συνταχθεί και από το ίδιο χέρι, παρότι αυτό των προκρίτων αναφέρει ως τόπο σύνταξης τα Μέγαρα. Το δεύτερο έγγραφο συντάσσει ο Παΐσιος μητροπολίτης Θηβών από τη Σαλαμίνα. Αναφέρει ότι σε σύναξη προυχόντων και του επάρχου του ζητήθηκε να γνωμοδοτήσει για την υπόθεση και αυτός αποφάνθηκε ότι η ενέργεια της Αναστάσαινας να παρασύρει τον Αθανάσιο ήταν άνομη και ότι ήταν παράνομο να συνοικίσουν οι δύο νέοι γιατί ήταν συγγενείς εξ αγχιστείας 5ου βαθμού.
Την 1η Νοεμβρίου 1824 ο έπαρχος Δ. Μούρτος απαντά στο Υπουργείο. Νιώθει από το Υπουργείο την ψυχρότητα και τις υπόνοιες που έχουν δημιουργηθεί για τη στάση του Επαρχείου απέναντι στα πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν στην υπόθεση και προσπαθεί να αποσείσει τις ευθύνες από πάνω του. Υποστηρίζει λοιπόν ότι ο πατέρας του νέου Ιωάννης Σακελλαρίου –τον χα­­­­­­ρα­­­­κτηρίζει αλεπού– εξαπάτησε το Επαρχείο και αναχώρησε χω­­ρίς τον γιο του, στον οποίο απαγόρευσε να τον συνοδεύσει. Ενώ πε­­­­­ρίμε­­­νε λοιπόν ο έπαρχος ότι θα υπάρξει τιμωρία του παραβάτη, είδε τον Ιωάννη Σακελλαρίου να επιστρέφει στα Μέγαρα, προσκομίζοντας νέα διαταγή να μεταβούν στο Ναύπλιο όλοι οι εμπλεκόμενοι στην υπόθεση. Παρουσιάστηκαν μάλιστα στο Επαρχείο ο Ιωάννης Σακελλα­ρίου με τον θείο της Αικατερίνης Δημήτριο Κο­­­λου­­­ζούμη, ο οποίος ενεργούσε ως εκπρόσωπος της μητέρας της, και εκεί οι δύο οικογένειες δήλωσαν ότι αδυνατούν για λόγους υγείας και οικονομικών δυσχερειών να ταξιδέψουν στο Ναύπλιο και επίσης ότι επιθυμούν «εξισασμόν και παράβλεψιν της αγωγής». Ο έπαρχος υποστηρίζει ότι θεώρησε εύλογο το συμβιβασμό και τον αποδέχθηκε. Πιθανότατα στη στάση του μέτρησε και η προσπάθεια τήρησης των ισορροπιών με την τοπική κοινωνία και τους ντόπιους πρόκριτους, καθώς μάλιστα φαίνεται ότι η σχέση του μαζί τους είχε διαταραχθεί ήδη από άλλες αιτίες. Άλλωστε και οι οικογένειες Σακελλαρίου και Κολουζούμη φαίνεται ότι ήταν από τις γνωστές του τόπου. Πάντως, ενημερώνει σχετικά τη Διοίκηση, αναμένοντας και τη δική της τελική απόφανση για το θέμα, προκειμένου να ταξιδέψουν όσα πρόσωπα είχαν κληθεί στο Υπουργείο.
Οι περίπλοκες διαδρομές της αλληλογραφίας των εμπλεκομένων στην υπόθεση υπηρεσιών και προσώπων, τελειώνουν με την τελική γνωμοδότηση του Υπουργείου Δικαίου. Το Υπουργείο την υπέβαλλε προς έγκριση στο Εκτελεστικό στις 19 Νοεμβρίου 1824, έγινε δεκτή όπως φαίνεται από τη σχετική σημείωση στο οπισθόφυλλο και εκτελεστή στις 21 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου. Είναι η ακόλουθη:

Περίοδος Γ΄
Αριθ. 139

Προσωρινή Διοίκησις της Ελλάδος
Προς το Σεβαστόν Εκτελεστικόν Σώμα
Το Υπουργείον του Δικαίου

Επειδή ηκολούθησεν εις Μέγαρα η αρπαγή μίας παρθένου ονόματι Αικατερίνης, θυγατρός της χήρας Αναστάσενας Γκίκενας παρά του Αθανασίου υιού του Ιωάννου Σακελλαρίου και επειδή το ελληνικόν γένος επιθυμεί την μεταρρύθμισιν και διατήρησιν των χρηστών ηθών της νεολαίας αυτού, διά τούτο το Υπουργείον τούτο επεμελήθη παντοίως να ανακαλύψη τας πηγάς και τους σκοπούς ταύτης της αρπαγής. Όθεν έγραψα εις Μέγαρα προς το Επαρχείον και προς τον Αρχιερέα από την απόκρισιν των οποίων γνωρίζει το Υπουργείον ότι η μεν μήτηρ και αδελφός αυτής Αναστάσιος Κο­­λου­­ζούμης συνήργησεν εις το να γένη συνοικέσιον μεταξύ της νέας και του υιού του Σακελλαρίου. Εξ εναντίας δε οι δημογέροντες, ιερείς τε και πρόκριτοι των Μεγάρων εμπόδισαν την εκτέλεσιν τούτου του συνοικεσίου, προφασιζόμενοι ότι ο νέος μετ’ άλλης νέας ήτον αρραβωνισμένος και ότι μετά της φθαρείσης Αικατερίνης ο εκκλησιαστικός νόμος δεν επιτρέπει το συνοικέσιον τούτο όντος πέμπτου βαθμού. Και εις το διάστημα εκείνο, καθ’ ό ενεκαλείτο ενταύθα ο νέος, συνήργησαν οι πρωτογέροντες να στεφανωθή μετά της προ πολλού αρραβωνιστικής του. Επιμένον λοιπόν το Υπουργείον τούτο εις το να παρρησιασθώσιν ενταύθα αμφότερα τα μέρη, έγραψε και ήλθον και εξετασθέντων διά της Γενικής Αστυνομίας του Ναυπλίου ακριβέστατα πάντων διέταξε και εφυλακώθησαν ο τε υιός του Ιωάννου Σακελλαρίου και ο θείος της ρηθείσης νέας.
Παρατηρόν δε εις το απάνθισμα των περί αμαρτημάτων και ποινών είδεν ότι το ΝΔ΄ άρθρον του Δ΄ κεφαλαίου δεν ημπορεί να προσαρμοσθή καθ’ όλην την έκτασιν εις αυτήν την υπόθεσιν. Επειδή με όλον ότι ο νέος ανύπανδρος ων έως τότε, υπανδρεύθη μ’ όλον τούτο αφ’ ου έφθειρεν την παρθένον. Επειδή λοιπόν εις τα Μέγαρα επιπολλάζει μεγάλη διαφθορά ηθών ως γνωστόν τοις πάσι διά να μεταρρυθμισθώσιν και διορθωθώσι τα ήθη της εκεί νεολαίας το Υπουργείον τούτο γνωμοδοτεί ως εφεξής
Α΄ Ότι ο Αθανάσιος υιός του Ιωάννου Σακελλαρίου, ως φθορεύς παρθένου, να μείνη ενταύθα εις φυλακίν μήνας τρεις.
Β΄ Πριν της απαλλαγής του εκ της φυλακής να μετρήση γρόσια πεντακόσια, τα οποία να σταθώσιν ως παρακαταθήκη εις χείρας του εμπόρου κυρίου Εμμανουήλ Ξένου, έως ου η φθαρείσα παρ’ αυτού παρθένος Αικατερίνη, να ήθελεν ευρή να υπανδρευθή μετ’ άλλου τινός, τα οποία θέλει προστεθούν εις αύξησιν της προικός της.
Γ΄ Ο Αναστάσιος Κολουζούμης ως συνεργός εις το άτοπον τούτο να κρατηθή ενταύθα εις φυλακήν μήνας δύω.
Την γνώμην ταύτην καθυποβάλλει το Υπουργείον τούτο εις την νουνεχή κρίσιν και επικύρωσιν της Σ[εβαστής] Διοικήσεως και περιμένει την περί τούτου ταχείαν επιταγήν.

Εν Ναυπλίω τη 19 9βρίου 1824

Ο Υπουργός του Δικαίου
Ιωάννης Θεοτόκης

Ο Γεν. Γραμματεύς
Μ. Βερνάρδος

[οπισθόφυλλο:]
Να ενεργηθή η γνώμη του Υπουργείου

[άλλο χέρι:]
Αναφορά του Υπουργείου του Δικαίου υπ’ αρ. 139

[άλλο χέρι:]
Ενεργήθη τη 21 Δεκεμβρίου

[πλαγίως:]
Αριθ. 139
Εις το σεβαστόν Εκτελεστικόν Σώμα
Εις Ναύπλιον

[διαγωνίως:]
Εκ του Υπουργείου του Δικαίου

 

Στις 28 Ιανουαρίου 1825 το Υπουργείο Δικαίου ενημερώνει το επαρχείο Δερβενοχωρίων ότι ο Ιωάννης Σακελλαρίου κατέθεσε τα 500 γρόσια που προέβλεπε η απόφαση στον Εμμανουήλ Ξένο, όπου θα μείνουν παρακαταθήκη. Ο έπαρχος καλείται να ειδοποιήσει την Αικατερίνη Γκίκα ότι τα χρήματα παραμένουν ως προικοσύμφωνο, για τον μελλοντικό σύζυγό της. Ο Αθανάσιος Σακελλαρίου μετά την καταβολή των χρημάτων αποφυλακίστηκε, λίγες μέρες πριν λήξει η ποινή του.

Η ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Έτσι φαίνεται πήρε τέλος και η αντιδικία. Η απόφαση του Υπουργείου Δικαίου ανατρέπει τα όσα φέρεται να είχαν συμφωνήσει ο έπαρχος με τις οικογένειες των νέων και τους ντόπιους πρόκριτους. Είναι καταπέλτης για όλους τους εμπλεκόμενους στην υπόθεση, πλην της Αικατερίνης, την οποία δικαιώνει και συνδράμει κατά το δυ­­­νατόν. Ας δούμε ορισμένες παραμέτρους του κειμένου του Υπουρ­­­γού Δικαίου Ιωάννη Θεοτόκη, που αναδεικνύουν ακριβώς ότι έχει συντελεστεί μία επανάσταση που δημιούργησε μια νεωτερι­­κή διοίκηση, στελεχωμένη από πρόσωπα ικανά και αποφασισμένα να κάνουν τομές, αλλά και να οικοδομήσουν ένα νέο εθνικό κράτος.
Καταρχήν το Υπουργείου Δικαίου αξιοδότησε την αρπαγή της νέας –της παρθένου όπως τη χαρακτηρίζει– ως σημαντική υπόθε­­ση, άξια να τύχει της ιδιαίτερης φροντίδας του. Ο λόγος διαυγής: «το ελληνικόν γένος επιθυμεί την μεταρρύθμισιν και διατήρησιν των χρηστών ηθών της νεολαίας αυτού», δηλαδή το έθνος που με­­τουσιώνεται σε κράτος θέλει να διατηρήσει αλλά και να μεταρρυθμίσει, όχι μόνο την πολιτική εξουσία και τους θεσμούς αλλά και τα ήθη, δηλαδή τη νοοτροπία και τη συμπεριφορά των νέων του. Για να είναι συνεπές στο στόχο αυτό το Υπουργείο ήξερε ότι όφειλε να εργαστεί με σοβαρότητα και συνέπεια. Εξέτασε λοιπόν όλους όσοι είχαν εμπλακεί στην υπόθεση, ζήτησε τη συμμετοχή του εκπροσώπου της κυβέρνησης στην περιοχή, του τοπικού έπαρχου, καθώς και του επικεφαλής της εκκλησίας, του μητροπολίτη Θηβών, λόγω και της θρησκευτικής φύσης του ζητήματος. Κατέληξε στη διαπίστωση ότι η οικογένεια της νέας επιθυμούσε το συνοικέσιο, αντίθετα όμως οι γονείς του νέου, οι πρόκριτοι και ιερείς των Μεγάρων εμπόδισαν το γάμο με το επιχείρημα ότι ήταν ήδη από καιρό αρραβωνιασμένος και την πρόφαση ότι το ζευγάρι είχε συγγενική σχέση (συγγενείς πέμπτου βαθμού).
Οι ντόπιοι πρόκριτοι από κοινού με την οικογένεια του νέου τον υποχρέωσαν σε εσπευσμένο, έκτακτο γάμο με την αρραβωνιαστικιά που είχε επιλεγεί πριν 18 χρόνια μέσω των οικογενειακών δικτύων, όταν ακόμη ήταν παιδιά. Αυτού του είδους οι αρραβώνες στην παιδική ηλικία, μια δέσμευση δηλαδή των νέων ανθρώπων στις οικονομικές και κοινωνικές επιλογές των οικογενειών τους φαίνεται ότι επιχωρίαζαν στα Μέγαρα. Σε περιοχές που ζούσαν αλβανόφωνοι συχνά γίνονταν «από του λίκνου», αλλά ήταν βέβαια και γενικότερα συνήθης πρακτική σε αγροτικές περιοχές και τον 19ο αιώνα. Την απεικόνισή τους έχει με νατουραλιστική διάθεση αποδώσει ο Νικόλαος Γύζης στον πίνακα «Παιδικοί αρραβώνες» (έργο του 1877). Η πιο ξακουστή περίπτωση στα χρόνια του Αγώνα είναι ο αρραβώνας, το 1823, του δωδεκάχρονου γιου του
Θ. Κολοκοτρώνη Κολίνου με την εξάχρονη κόρη του Κανέλλου Δεληγιάννη Μαριορίτσα, ως απότοκο ενός πρόσκαιρου πολιτικού σχεδιασμού συμμαχίας δύο αντίπαλων οικογενειών. Ήταν άραγε –τα κατακριτέα και από την Ορθόδοξη εκκλησία– αυτά «αρραβωνιάσματα» παιδιών, μέρος των ηθών εκείνων της νεολαίας που θεωρούσε βλαβερά και ήθελε να αλλάξει η ελληνική διοίκηση;
Στη διοικητική εξέλιξη της υπόθεσης, απουσία δικαστηρίων, καθώς αυτά δεν είχε καταστεί ακόμη εφικτό να λειτουργήσουν –αν και ήδη ο υπ’ αρ. νόμος 13 της 2/5/1822 προέβλεπε Οργανισμό των Ελληνικών Δικαστηρίων–, το Υπουργείο Δικαίου ανέλαβε το ίδιο σε αυτή τη μεταβατική φάση τη διευθέτηση της υπόθεσης. Εκτός από τα στοιχεία που συγκέντρωσε μέσω των ανακρίσεων, απαίτησε να προσέλθουν στην έδρα του, στο Ναύπλιο, όλοι οι εμπλεκόμενοι. Εξέδωσε κατόπιν την απόφασή του με κριτήριο τη μεταρρύθμιση και διόρθωση των ηθών της νεολαίας και την καταπολέμηση της διαφοράς των ηθών που θεωρεί ότι επιπολάζει στα Μέγαρα. Εφάρμοσε επίσης το ισχύον νομικό πλαίσιο και κατά βάση τον πρόσφα­­τα ψηφισμένο νόμο υπ’ αρ. 33 της 1ης Ιουλίου 1824 «περί απανθίσματος των εγκληματικών», που προέβλεπε τιμωρία του βιασμού, των μη συναινετικών ερωτικών σχέσεων αλλά και αποκατάσταση μέσω γάμου των προγαμιαίων ερωτικών σχέσεων εάν η γυναίκα ήταν παρθένα.
Παραπέμπει λοιπόν στο άρθρο νδ΄ του Δ΄ κεφαλαίου, που φέρει τον τίτλο «Περί αμαρτημάτων διαφθειρόντων τα ήθη», και παρατηρεί ότι δεν μπορεί να εφαρμοστεί με ακρίβεια. Πράγματι η εκεί πρόβλεψη ήταν: «Όποιος φθείρει παρθένον με συγκατάθεσίν της ει μεν είναι υπανδρευμένος να φυλακώνεται έξι μήνας· ει δε και είναι ανύπανδρος, ει μεν συγκατανεύσουν και των δύο μερών αι γνώμαι, να την λαμβάνη γυναίκα, ει δε μη να πληρώνη γρόσια πενήντα εις το ορφανοτροφείον». Δεν κάλυπτε επομένως απολύτως την ιδιάζουσα περίπτωση του Αθανάσιου Σακελλαρίου, ο οποίος ήταν μεν ανύπανδρος κατά τη στιγμή της φθοράς της παρθένου, προχώρησε όμως σε γάμο κατόπιν. Το Υπουργείο εφάρμοσε λοιπόν κατά την ποινή που του επέβαλλε το πνεύμα του νόμου, όπως έκανε και στην περίπτωση του θείου της Αικατερίνης, για τον οποίο ακολούθησε τα προβλεπόμενα στο άρθρο νη΄ του ίδιου νόμου: «Όποιος διαφθείρει τα ήθη της νεολαίας, παρακινών, συνεργών ή ευκολύνων την ασέλγειαν ή την διαφθοράν του ενός ή του άλλου μέρους να φυλακώνεται από τρεις μήνας έως ένα χρόνον».
Από το συγκερασμό των παραπάνω προβλέψεων το Υπουργείο τελικά κατέληξε στην επιβολή τριών ποινών. Φυλάκιση τριών μηνών στον Αθανάσιο Σακελλαρίου για «φθορά της παρθένου», φυλάκιση δύο μηνών στον θείο της Αικατερίνης, που συνέργησε στην εθελούσια αρπαγή της – στο «κλέψιμό» της από τον νέο. Επιπλέον υποχρέωσε σε καταβολή 500 γροσιών τον Αθανάσιο, τα οποία θα καταβάλλονταν πριν την απόλυσή του από τη φυλακή και θα έμεναν παρακαταθήκη στα χέρια του Εμμανουήλ Ξένου, ­Πά­­τμιου καραβοκύρη και μεγαλεμπόρου εγκατεστημένου στο Ναύπλιο. Στόχος να ενισχυθεί η προίκα της Αικατερίνης και να προσελκυστεί μέσω των χρημάτων κάποιος πιθανός γαμπρός, ο οποίος θα συνήπτε γάμο με μία γυναίκα που είχε ευρέως κοινοποιη­θεί η απώλεια της παρθενιάς της.
Το Υπουργείο Δικαίου εμφανίζεται να αξιοδοτεί ως υπέρτερο αγαθό την «παρθενία» της κόρης. Νομίζω ότι πρέπει να αποφευχθεί η αναχρονιστική ανάγνωση της στάσης του, να θεωρηθεί δηλαδή η απόφασή του αυτή μόνον ως καταδίκη των προγαμιαίων σχέσεων. Το σκεπτικό των ενεργειών του κατατείνει στην υπεράσπιση της νέας γυναίκας που κατέφυγε στην προστασία του. Η αξιοδότη­ση της παρθενίας ως αγαθού για τη νέα γυναίκα είναι αναμφισβήτητο δεδομένο των κοινωνικών συνθηκών και των ηθών της εποχής. Το Υπουργείο με τις ενέργειές του έρχεται απλώς να θεραπεύσει την απώλεια του «αγαθού» αυτού από μία πολίτη, γι’ αυτό και όχι μόνο δεν τιμωρεί τη νέα αλλά φροντίζει να αμβλυνθεί η βλάβη που υπέστη, μέσω της πριμοδότησης με ισχυρή οικονομική ενίσχυση τυχόν γάμου της.
Το σκεπτικό της γνωμοδότησης, τα επιχειρήματα, ο δομημένος διαυγής λόγος, η τεκμηρίωση, η φροντίδα για την απόδοση της δι­­καιοσύνης, η μέριμνα για το πιο αδύναμο μέλος της υπόθεσης, την ερωτευμένη νέα που κατέφυγε στην «υπερτάτην διοίκησιν» ζητώντας δικαίωση, εικονογραφούν, πιστεύω, με τον πιο απτό τρόπο το νεωτερικό πνεύμα, τον ριζοσπαστισμό της ελληνικής επανάστασης. Η όλη διαδικασία που ακολουθήθηκε, τα έγγραφα που ανταλλάχθηκαν, η σταθερότητα και η ταχύτητα που διεκπεραιώθηκαν είναι απτά δείγματα της νέας κρατικής οργάνωσης. Είναι επίσης μια νίκη διά της επιβολής της κεντρικής εξουσίας απέναντι στις τοπικές εξουσίες.
Η διοίκηση που αναδύεται λοιπόν με ιδιότυπο τρόπο από μια υπόθεση έρωτος είναι ρηξικέλευθη, στοργική μα και αυστηρή απέναντι στον πολίτη, αισθαντική απέναντι στις τοπικές συνήθειες αλλά και αποφασισμένη να κάνει τομές με το παλαιό και παραδοσιακά ισχύον, αν αυτό είναι βλαπτικό για το σύνολο της χώρας. Μια διοίκηση εθνική, εν τη γενέσει του έθνους, δηλαδή μια διοίκηση επαναστατική. Ταυτόχρονα όμως και μια διοίκηση διχασμένη, γιατί η συγκυρία το έφερε τα συμβάντα της υπόθεσης να διαδραματίζονται την εποχή ακριβώς της έντονης πολιτικής διαπάλης που τον Οκτώβριο και Νοέμβριο του 1824 πήρε χαρακτήρα εμφύλιας ένοπλης σύρραξης, η οποία συγκλόνιζε κατεξοχήν τη Διοίκηση.
Καθοριστικός στην υπόθεση που είδαμε ήταν ο ρόλος που διαδραμάτισε ο πατέρας του νέου, του Αθανάσιου Σακελλαρίου. Αρραβώνιασε τον γιο του σε παιδική ηλικία, τον απομάκρυνε από το χωριό και από την αγαπημένη του, τον υποχρέωσε να παντρευτεί παρά τη θέλησή του τη γυναίκα που του είχε διαλέξει εκείνος. Σκληρή πατριαρχική εξουσία, απόλυτη επιβολή, που υπακούει όμως στις εθιμικά ισχύουσες συνήθειες του τόπου. Εύγλωττη είναι η γραπτή απάντηση που έδωσαν το 1833 οι πρόκριτοι των Μεγάρων στο Υπουργείο Δικαιοσύνης σχετικά με το εθιμικό δίκαιο του τόπου τους: «Περί του πόσον διαρκεί η πατρική εξουσία, η συνήθεια του τόπου μας διετήρησεν αυτήν εφ’ όρου ζωής του πατρός, εν γένει εις όλους του κατιόντας, εγγόνους, δισεγγόνους κτλ. Και δεν παύει μήτε [με] την ενηλικιότητα μήτε με την υπανδρείαν». Ο πατέρας δηλαδή του Αθανάσιου κινήθηκε στην πεπατημένη, σύμφωνα με τα εκεί ισχύοντα, που ήθελαν την εξουσία του πατέρα απόλυτη, ισόβια και εκτεινόμενη σε όλη τη γραμμή των απογόνων του. Το ίδιο κάθετη στην υπεράσπιση της πατρικής εξουσίας είναι η απόκριση των τοπικών προκρίτων και για τη θέση της γυναίκας μέσα στην οικογένεια: «Η συνήθεια εφύλαξε μόνο εις τον πατέρα την ενέργειαν της πατρικής εξουσίας, όχι δε και εις την μητέρα εν τ’ αυτώ· αποθανόντος δε του πατρός, παραχωρεί αυτήν εις την μητέρα και εκτείνεται μέχρι της νομίμου ηλικίας των τέκνων, εξαιρείται δε όταν δευθεροϋπανδρευθή». Οι ενέργειες της μητέρας της Αικατερίνης, της Αναστάσαινας Γκίκα, δεν αποκλίνουν από τα λεγόμενα στην απόκριση των Μεγαριτών.
Τις απαντήσεις των Μεγαριτών προς το Υπουργείο Δικαιοσύνης το 1833 υπογράφουν τρεις δημογέροντες και 17 άλλοι άνδρες, οι επιφανείς του τόπου. Ανάμεσά τους ο Αθανάσιος Σακελλαρίου και ο Αναστάσιος Κο­­­λουζούμης. Εννιά χρόνια μετά τη δικαστική διαμάχη, η ερωτική έξαψη έχει πλέον πιθανόν καταλαγιάσει και οι ρόλοι των πρωταγωνιστών της υπόθεσης έχουν αλλάξει. Τώρα, οι δύο πρώην αντίδικοι ενημερώνουν το ίδιο Υπουργείο που τους ανέκρινε και τους τιμώρησε, για τα ήθη και έθιμα της περιοχής, τους άγραφους νόμους που καθόριζαν την καθημερινότητα του τόπου. Καθώς λένε όσα ίσχυαν παραδοσιακά παραμένουν αναλλοίωτα. Η Αικατερίνη μοιάζει να έχει αποχωρήσει από το προσκήνιο· έχει λησμονηθεί κιόλας;