Προσφορά!

Κόκαλα από ήλιο

του Μάικ Μακόρμακ

Μετάφραση: Παναγιώτης Κεχαγιάς

,

Η ώρα είναι δώδεκα το μεσημέρι και σ’ ένα μικρό χωριό της Ιρλανδίας ακούγεται η καμπάνα που χτυπά. Καθισμένος στο τραπέζι της κουζίνας, ο Μάρκους Κόνγουεϊ, πολιτικός μηχανικός, ξεκινά εκείνη ακριβώς τη στιγμή έναν νοερό απολογισμό της ζωής του, σκέφτεται το γάμο του, τα παιδιά του, τη δουλειά του, την πολιτική, σε μια χώρα που βρίσκεται στη δίνη της οικονομικής κρίσης. Ο απολογισμός αυτός κάθε άλλο παρά συγκροτημένος είναι· ακολουθεί τις υπόγειες και τυχαίες συνδέσεις που κυβερνούν τη μνήμη των ανθρώπων. Για μία ώρα ακριβώς, μέχρι να ακουστεί το σήμα των ειδήσεων στο ραδιόφωνο, ο απόηχος της καμπάνας γεννά στο νου του πολιτικού μηχανικού ένα αδιάκοπο τραγούδι, χωρίς τελείες, ερωτηματικά και θαυμαστικά: μια ελεγεία για το χάος της ζωής και τις καταδικασμένες προσπάθειές μας να το βάλουμε σε τάξη.

Εκκαθάριση

ο συγγραφέας

Μακόρμακ Μάικ

Ο Μάικ Μακόρμακ γεννήθηκε το 1965 στο Λονδίνο από Ιρλανδούς γονείς και μεγάλωσε στο Μάγιο της Ιρλανδίας. Έχει γράψει πέντε βιβλία: τις συλλογές διηγημάτων Getting it in the Head (1996· ελλ. έκδοση: Χτύπημα στο κεφάλι, μτφρ. Μάρα Ψαράκη, Οξύ 2001) και Forensic Songs (2012), και τα μυθιστορήματα Crowe’s Requiem (1998), Notes from a Coma (2005), και Κόκαλα από ήλιο (2016). Το 1996 κέρδισε το ιρλανδικό λογοτεχνικό βραβείο Rooney. Τα Κόκαλα από ήλιο βραβεύτηκαν με το βραβείο Goldsmiths και το International Dublin Literary Award.

Επισκεφθείτε τη σελίδα του συγγραφέα

Κριτικές

[…] η ιστορία ενός άλλου ανθρώπου από μια άλλη εποχή, κάτι που θυμάται κανείς

όσο κάθεται εδώ σε τούτη την κουζίνα

μόνο γιατί είναι εγγεγραμμένη στην αψίδα της μνήμης που γεφυρώνει την παιδική ηλικία με το παρόν, συλλέγοντας αναμνήσεις από τον καιρό που ζούσα με τον πατέρα μου στο αγρόκτημά μας, ένα κουβάρι από συνδέσεις που είναι αδύνατον να ξεμπλέξω τώρα γιατί φοβάμαι μην εξαφανίσουν για πάντα την εικόνα όλων αυτών των αγροτικών εργαλείων και των μηχανημάτων που είχαμε φυλαγμένα στους αχυρώνες όταν ήμουν παιδί και που ο πατέρας μου αποσυναρμολογούσε στο πάτωμα, απλοϊκά δημιουργήματα μιας εποχής στην οποία ο κόσμος έβλεπε τον εαυτό του αλλιώτικα

σβάρνες, αλέτρια και άροτρα

λίρες, σελίνια και πένες

κακοφτιαγμένα, λαϊκά εργαλεία, πρωτόγονα και άτεχνα σε σύγκριση με την τορνευτή κομψότητα της μοναδικής αληθινής μηχανής γύρω από την οποία στρεφόταν όλη η ενέργεια και η εργασία στο αγρόκτημα –την ψυχή του αγροκτήματος θα μπορούσες να πεις– το γκρίζο Massey Ferguson 35 που είχε αγοράσει ο πατέρας μου σε μια αγροτική έκθεση στο Γουέστπορτ στα τέλη της δεκαετίας του ’60, πληρώνοντας τετρακόσιες ογδόντα λίρες, μια μηχανή που τη μαστόρευε όλη την ώρα, όλο και πείραζε κάποιο εξάρτημα του κινητήρα, εξετάζοντάς την προσεκτικά, στεκόταν και την κοίταζε σκουπίζοντας τα χέρια του μ’ ένα κουρέλι αφού είχε κάνει κάποια μικροεπέμβαση στη λειτουργία της, μια ανάμνηση τόσο καθαρή στο νου μου τώρα

εδώ σε τούτη την κουζίνα

που θα μπορούσα να απλώσω το χέρι μου να την αγγίξω

άνθρωπος και μηχανή

ίδιοι όπως τότε

τη μέρα που γύρισα απ’ το σχολείο και μπήκα στον αχυρώνα και τον βρήκα να στέκεται πάνω από τη μηχανή που την είχε αποσυναρμολογήσει εντελώς και την είχε αραδιάσει στο τσιμέντο που ήταν γεμάτο άχυρα, το ένα κομμάτι πλάι στο άλλο

κυλινδροκεφαλή, πιστόνια, άξονας

μέχρι το σημείο όπου στεκόμουν στην είσοδο με τη σχολική στολή, τρομοκρατημένος από το θέαμα γιατί από τη μια μεριά κειτόταν το σώμα του τρακτέρ, ξεκοιλιασμένο από τα πιο βασικά του μέρη και εγκαταλελειμμένο τώρα, με τα εξαρτήματά του τακτοποιημένα στο πάτωμα με τέτοιο τρόπο που φανέρωνε όχι μόνο τη σειρά της αποσυναρμολόγησής του, αλλά και την αντίστροφη σειρά με την οποία θα μπορούσε να αποκατασταθεί η πλήρης λειτουργική του αρμονία και ο πατέρας μου να στέκεται πάνω από όλα αυτά και να κοιτάζει μέσα από το λεπτό σωληνάκι της τροφοδοσίας, φυσώντας το μέχρι να βεβαιωθεί ότι ήταν αρκετά καθαρό σε όλο του το μήκος προτού το ακουμπήσει στο πάτωμα, τοποθετώντας το στη σωστή του θέση στη διάταξη, και αρχίσει να μου εξηγεί λέγοντας απλώς

έκαιγε λάδια

σαν να επρόκειτο για κάποια μεταδοτική δυσλειτουργία που θα μπορούσε να ξεφύγει από την ίδια τη μηχανή και να μολύνει τον μεγάλο μηχανισμό του κόσμου, διαταράσσοντας την ισορροπία ολόκληρου του σύμπαντος με κίνδυνο να καταρρεύσει διαμέσου των ουρανών αφού ήξερα καλά ότι η αποσυναρμολόγηση αυτή ήταν κάτι παραπάνω από τον έλεγχο που κάνει ο μηχανικός σε έναν ντιζελοκινητήρα, κάτι πολύ παραπάνω από την αφαίρεση του καρμπιρατέρ και τον καθαρισμό των μπεκ – για ακόμα μία φορά ο πατέρας μου είχε υποκύψει στον πειρασμό να διαλύσει κάτι μόνο και μόνο για να δει από τι αποτελούνταν, να γνωρίσει σε βάθος τι ήταν αυτό στο οποίο είχε εναποθέσει την πίστη του καθώς

στεκόταν μπροστά σ’ αυτό το βωμό της αποσυναρμολόγησης χωρίς να κρατάει τίποτα στα χέρια του εκτός από ένα και μόνο γαλλικό κλειδί που το κράδαινε πάνω από τα εξαρτήματα σαν να έκανε μια χειρονομία συγχώρησης και όταν μου είπε πως αυτό το εργαλείο από μόνο του αρκούσε για να διαλύσει ολόκληρο το τρακτέρ, να το αποσυναρμολογήσει εις τα εξ ων συνετέθη και ότι αρκούσε από μόνο του για να το ξαναφτιάξει πάλι χωρίς να χρειάζεται τίποτα άλλο, φοβήθηκα ακόμα περισσότερο γιατί ανατρίχιασα με τη σκέψη πως κάτι τόσο περίπλοκο και εξελιγμένο όσο αυτή η μηχανή του τρακτέρ μπορούσε να αποδειχθεί τόσο ευάλωτο, να αποσυντεθεί και να λυθεί τόσο εύκολα μόνο με αυτό το εργαλείο και τόσο με τρόμαξε αυτή η ιδέα που χρειάστηκε να περάσουν χρόνια ολόκληρα μέχρι να μπορέσω να αναγνωρίσω την τεχνική κομψότητά της και να τη δω όπως την έβλεπε ο πατέρας μου – ένα πράγμα γεμάτο χάρη, μια υπέροχη σύλληψη, και όχι το όργανο του χάους που έβλεπα τότε με την παιδική μου φαντασία και

ίσως αυτή να υπήρξε η πρώτη στιγμή που ένιωσα αυτή την αγωνία και την ανησυχία για τον κόσμο, η πρώτη φορά που το μυαλό μου άρχισε να περιστρέφεται τρελά και να ξεφεύγει από τα στενά όρια

της εστίας, του σπιτιού και της ενορίας, προς

τον απέραντο κόσμο εκεί έξω

έξω μακριά

γιατί κοιτάζοντας τα εξαρτήματα της μηχανής αραδιασμένα πάνω στο δάπεδο ένιωσα δέος και η φαντασία μου υψώθηκε προς ένα ευρύτερο, καταλυτικό συμπέρασμα σχετικά με το πώς ήταν συναρμολογημένο το σύμπαν, πίστεψα εκείνη τη στιγμή ότι κατάλαβα πώς ο ουρανός και η γη θα μπορούσαν να αποσυνδεθούν αν έβγαινε κάποιος κρίσιμος πίρος, έτσι που θα καταστρεφόταν ολόκληρη η απέραντη συναρμογή άστρων και γαλαξιών με τις περιστροφικές τροχιές τους και θα κατέρρεαν μέσα από το κενό του διαστήματος προς μια τελική καταστροφή στα απώτατα όρια του σύμπαντος και παρότι ο φόβος μου εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή δεν έφτανε σε τέτοια ακραία λεπτομέρεια, μόνο μια συμπαντική αίσθηση σαν αυτή θα μπορούσε να δικαιολογήσει τα κύματα αγωνίας που με κατέκλυσαν καθώς στεκόμουν πάνω από τα εξαρτήματα της μηχανής στο δάπεδο του αχυρώνα

με την ψυχή άρρωστη από μια αγωνία που

δεν γαλήνεψε καθόλου την επόμενη μέρα όταν ο πατέρας μου οδήγησε το τρακτέρ έξω από τον αχυρώνα κι εκείνο πέταξε από την εξάτμιση ένα καθαρό συννεφάκι καπνού καθώς ταλαντευόταν στον στενό λασπωμένο δρόμο κατηφορίζοντας πέρα προς το χωράφι ώσπου άρχισε να χάνεται μακριά, με τον πατέρα μου σκαρφαλωμένο στο κάθισμα, να γίνεται ολοένα και πιο μικρός μέσα στο λιγοστό φως μέχρι που άνθρωπος και μηχανή εξαφανίστηκαν σε μια γούβα καθώς κοιτούσαμε από το πλάι του σπιτιού – η Όννι, η μητέρα μου με τη ρόμπα και η Έτνε κρατώντας την πολαρόιντ που δεν άφηνε σχεδόν ποτέ από τα χέρια της, δώρο κάτι Αμερικάνων που είχαν έρθει επίσκεψη

κάνει σαν παιδί μ’ αυτό το πράμα, είπε η μητέρα μου

μέχρι που χάθηκαν εντελώς από τα μάτια μας σαν να είχαν σβηστεί από τον κόσμο και η επιτυχημένη συναρμολόγηση του τρακτέρ δεν με εξέπληξε αλλά ούτε με βοήθησε καθόλου να ξεπεράσω αυτή την ιδέα που με κατέτρωγε ότι ούτε λίγο ούτε πολύ η θεμελιώδης ισορροπία και η ομαλή λειτουργία του μηχανισμού του σύμπαντος είχαν πλέον διαταραχθεί με έναν τρόπο που θα μπορούσε τελικά να αποδειχτεί μοιραίος για όλους μας και δεν είναι υπερβολή να πω ότι

το θέαμα αυτής της διαλυμένης μηχανής στο πάτωμα θα παρέμενε για μένα πάντοτε μια απόδειξη πως ο κόσμος ήταν πολύ λιγότερο σταθερός και ενιαίος από ό,τι τον έβλεπε η παιδική μου φαντασία, πως ο κόσμος ήταν πια ένα ξεχαρβαλωμένο πράγμα φτιαγμένο από τυχαία εξαρτήματα που κάποιος είχε βιδώσει μέσα στο σκοτάδι, ένα κατασκεύασμα πολύ πιο κοντά στην κατάρρευση από ό,τι είχα ποτέ υποψιαστεί, ένας παιδικός φόβος που καμιά φορά, ακόμα και σήμερα, με πιάνει και με οδηγεί πίσω σ’ εκείνο τον αχυρώνα, όπως μερικά χρόνια πριν τότε που

ήμουν στο χωριό και στεκόμουν έξω από το μαγαζί του Κέννυ κρατώντας ένα γάλα και μια εφημερίδα, στεκόμουν στο πεζοδρόμιο και κοίταζα

μια τεράστια νταλίκα να περνάει από τον κεντρικό δρόμο, ένα μακρύ θηριώδες μηχάνημα που γρύλιζε και σερνόταν αργά με τον οδηγό ψηλά στην καμπίνα πάνω από τις ρόδες να το οδηγεί προσεκτικά στον στενό δρόμο, προσέχοντας μη σπάσει τους καθρέφτες των αυτοκινήτων που ήταν παρκαρισμένα και στις δύο πλευρές ενώ στην καρότσα πίσω κουβαλούσε κάτι αποσυναρμολογημένο σε κομμάτια και δεμένο κι απ’ τις δυο μεριές με ιμάντες και αλυσίδες, κάτι που εκ πρώτης όψεως έμοιαζε με τα λαμπερά κόκαλα κάποιου θεόρατου πλάσματος που είχε πια εκλείψει και το είχαν ξεθάψει από τη γη κι είχαν μαζέψει τα πλευρά του σε έναν τακτοποιημένο σωρό γύρω από το χοντρό απομεινάρι μιας κολοσσιαίας σπονδυλικής στήλης που ο χρόνος και τα στοιχεία της φύσης είχαν λευκάνει δίνοντάς του μια τόσο παγερή κεραμική λάμψη που θα εντυπωσιαζόμουν αν ακουμπώντας το διαπίστωνα πως η υφή του έμοιαζε με οτιδήποτε άλλο εκτός από γυαλί, και μόνο όταν η νταλίκα είχε πια περάσει και είδα στο πίσω μέρος της καρότσας να κρέμονται προστατευτικές ταινίες και σήματα κινδύνου κατάλαβα ότι το φορτίο ήταν μια τουρμπίνα ανεμογεννήτριας που είχε αποσυναρμολογηθεί εντελώς, με τα πτερύγια και τον κωνικό πύργο αποχωρισμένα από το κέλυφος και τοποθετημένα κατά μήκος της καρότσας αλλά με εμφανή διάβρωση στα σημεία στήριξης στη βάση που έδειχναν ότι η τουρμπίνα είχε πρόσφατα τεθεί εκτός λειτουργίας, ως ελαττωματική ή περιττή ή απαρχαιωμένη με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, ίσως επειδή

έκαιγε λάδια

όπως θα έλεγε ο πατέρας μου

κι έτσι στεκόμουν εκεί και την έβλεπα να περνάει και σκεφτόμουν πως ήταν κάπως θλιβερό να βλέπεις να μεταφέρουν αυτή την γκρεμισμένη μηχανή μέσα από το μικρό χωριό μας εδώ πέρα στη δυτική ακτή, κάτι μέσα μου είδε το θέαμα αυτό ως ένα ολοφάνερο παράδειγμα του πώς ο κόσμος παραιτείται από τις καλύτερες ιδέες του, σαν κάτι που εύλογα είχε κάποτε εμπνεύσει την ελπίδα τώρα να αποδεικνυόταν μια αποτυχία, σαν ο κόσμος να είχε ξεγράψει κάποιο πολύτιμο όνειρο του εαυτού του, ένα από τα πιο όμορφα πεπρωμένα του, και δεν ήμουν ο μόνος που το χάζευα να περνάει γιατί τρεις πόρτες παραπάνω, στη γωνία του Μόρρισον, ένας γέρος είχε σταματήσει ξαφνικά εκεί που περπατούσε και στεκόταν με τα δυο του χέρια στηριγμένα στο χερούλι του μπαστουνιού του και κοίταζε την νταλίκα που περνούσε προσεκτικά μέσα από το χωριό, ενώ απέναντι κάποιοι άλλοι στέκονταν και χάζευαν χωρίς να το θέλουν, δημιουργώντας γύρω τους τη γαλήνη μιας ακινησίας που κράτησε όση ώρα το όχημα περνούσε κάνοντας θόρυβο, αφήνοντας πίσω την πλατεία και κατηφορίζοντας ώσπου έστριψε στην εκκλησία και χάθηκε απ’ τα μάτια μας προς το δρόμο του Γουέστπορτ ενώ οι άνθρωποι συνήλθαν ξαφνικά και κοίταζαν τώρα ο ένας τον άλλον παραπονιάρικα και γελαστά σαν να είχαν υποκύψει σε κάποια παιδική σκανταλιά μέρα μεσημέρι την ώρα που εγώ στεκόμουν στην απέναντι πλευρά του δρόμου και αναρωτιόμουν πού μπορεί να πήγαινε η διαλυμένη ανεμογεννήτρια και την ίδια στιγμή σκεφτόμουν πως ήταν σίγουρα λάθος να πιστεύει κανείς ότι αυτά τα πράγματα πηγαίνουν ποτέ όντως κάπου ή μάλλον ότι υπάρχει κάποιο μέρος όπου θα μπορούσαν να πάνε, αφού η γαλήνη και η ακινησία είναι στη φύση αυτών των κατασκευασμάτων, όπως ακριβώς και στη δική μου εκείνη τη στιγμή, καθώς στεκόμουν αποσβολωμένος όσο ξαναγεννιόταν μέσα μου εκείνη η παλιά αγωνία που είχα βιώσει εννιά χρονών στον αχυρώνα κοιτάζοντας τον ντιζελοκινητήρα, τα αμέτρητα εξαρτήματα του κόσμου σκορπισμένα στο πάτωμα […]