Προσφορά!

Η Μονίκ δραπετεύει

του Εντουάρ Λουί

Μετάφραση: Στέλα Ζουμπουλάκη

, ,

Αυτό το βιβλίο που διαβάζετε είναι, κατά κάποιον τρόπο, το αποτέλεσμα μιας παραγγελίας από τη μητέρα μου.
Δεν το αποφάσισα, δεν το προγραμμάτισα.
Δεν ήταν δική μου ιδέα εξαρχής.
Τίποτα στη λογοτεχνία δεν μου είχε δώσει ποτέ τόση χαρά.

 

* Οι παραγγελίες θα αρχίσουν να παραδίδονται την Παρασκευή 25 Οκτωβρίου.

Εκκαθάριση

ο συγγραφέας

Λουί Εντουάρ

Ο Εντουάρ Λουί γεννήθηκε στην Αλλενκούρ της Γαλλίας το 1992 με το όνομα Εντύ Μπελγκέλ. Σπούδασε κοινωνικές επιστήμες στην École Νormale. Το πρώτο του βιβλίο, Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ (μτφρ. Μιχάλης Αρβανίτης, 2018), προκάλεσε έντονη δημόσια συζήτηση, γνώρισε μεγάλη εμπορική επιτυχία, μεταφράστηκε σε πάνω από είκοσι γλώσσες και διασκευάστηκε για το θέατρο, όπως και όλα τα επόμενα έργα του. Από τους αντίποδες κυκλοφορούν σε μετάφραση Στέλας Ζουμπουλάκη η Ιστορία της βίας (2019), το Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου (2020), οι Αγώνες και μεταμορφώσεις μιας γυναίκας (2021) η συζήτηση ανάμεσα στον Εντουάρ Λουί και τον Κεν Λόουτς, Διάλογος για την τέχνη και την πολιτική (2021), η Αλλαγή: μέθοδος (2022) και το Η Μονίκ δραπετεύει (2024).

Επισκεφθείτε τη σελίδα του συγγραφέα

Μου τηλεφώνησε μες στη νύχτα. Έκλαιγε. Την εποχή που έγινε αυτό το τηλεφώνημα ήμουν είκοσι οχτώ χρονών, και ήταν η μόνο τρίτη, μπορεί και η τέ­­­ταρτη φορά από τότε που γεννήθηκα, που την άκουγα να κλαίει.

Μου διηγήθηκε στο τηλέφωνο πως ο άντρας που είχε γνωρίσει μετά το χωρισμό της από τον πατέρα μου, με τον οποίο έμενε τώρα σε ένα εργατικό διαμέρισμα στο κέντρο του Παρισιού, την έκανε να ξαναζεί τα ίδια πράγματα, επαναλάμβανε μαζί της τις ίδιες συμπεριφορές που για είκοσι χρόνια της επέβαλ­­­λε ο πατέρας μου, και ακόμα χειρότερα· έπινε, πολύ, όσο προχωρούσε η μέρα έβαζε το ένα ουίσκι μετά το άλλο, χρησιμοποιούσε για ποτήρια παλιά βάζα μουστάρδας, και με το που έπινε την ταπείνωνε, άρχιζε να τη βρίζει, να τη λέει
βρόμα,
πουτάνα,
μαλακισμένη,
τον άκουγα από πίσω της όταν μου τηλεφώνησε, εκείνο το βράδυ του Φεβρουαρίου, την έβριζε ακόμα και την ώρα που μου μιλούσε, τον άκουγα από το τηλέφωνο, ήμουν μάρτυρας, άκουγα αυτόν τον άντρα να της λέει πως είναι μια βρόμα, μια πουτάνα, πως ο γιος της –εγώ– ήταν μια αδερφή, πως οι άλλοι της γιοι –τα αδέρφια μου– ήταν ελεεινοί και τρισάθλιοι τύποι, κι εκείνη, εκείνη δεν μπορούσε να σταματήσει, δεν μπορούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της, μου έλεγε, Απελευθερώθηκα από τον πατέρα σου, πίστευα πως θα ξεκινούσε μια καινούργια ζωή για μένα και τώρα όλα ξαναρχίζουν, ξαναρχίζουν και είναι ακριβώς τα ίδια, έλεγε, τα λόγια της διακόπτονταν από τους λυγμούς, Δεν ξέρω γιατί έχω μια τόσο σκατένια ζωή, γιατί πέφτω μόνο πάνω σε άντρες που στέκονται εμπόδιο στην ευτυχία μου, δεν μου αξίζει όμως να υποφέρω τόσο πολύ,
τι κακό έχω κάνει;
Άρχισα κι εγώ να κλαίω.
Το κλάμα της με έκανε να κλαίω.

Προσπάθησα να συνέλθω. Κάθισα στον καναπέ πί­­­­­­σω μου και της είπα: «Μην ανησυχείς, θα βρούμε μια λύ­­­ση» – μια φράση που την υπαγόρευαν οι συνθήκες, και σίγουρα την είχα ακούσει εκατοντάδες φορές στο σινεμά και την τηλεόραση· πάντα στις πιο δραματικές καταστάσεις οι αντιδράσεις μας είναι και οι πιο τετριμμένες.
Προσπαθούσα να σκεφτώ όσο πιο γρήγορα μπορούσα:
«Εντάξει, ξέρω τι θα κάνουμε. Θα βάλεις λίγα ρού­­­χα σε μια τσάντα και θα φύγεις αμέσως. Θα πας σπί­­­τι μου».
Μπορούσε να βρει καταφύγιο στο διαμέρισμά μου· δεν ήθελα να μείνει με έναν άντρα που ήταν βί­­­αιος και την έκανε να υποφέρει, έπρεπε να φύγει το γρηγορότερο, ένας φίλος που είχε τα κλειδιά του σπιτιού μου και ήταν στο Παρίσι θα πήγαινε να της ανοίξει, φυσικά δεν είχα ειδοποιήσει ακόμα τον φίλο μου αλλά ήξερα πως θα το έκανε, ήξερα πως θα με βοηθούσε – πως θα τη βοηθούσε. Της εξήγησα –σε εκείνη, τη μητέρα μου– πως ήμουν στο εξωτερικό εδώ και κάποιες βδομάδες και θα έλειπα δύο βδομάδες ακόμα, λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων, δεν μπορούσα να επιστρέψω αμέσως στη Γαλλία αλλά θα έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα από μακριά.
Μου απάντησε:
– Νομίζω όμως πως δεν έχω το κουράγιο να φύ­­­­γω τώρα αμέσως. Θα φύγω αύριο.
Επέμεινα: δεν μπορούσαμε να ξέρουμε πώς θα εξελίσσονταν τα πράγματα αν αυτός ο άντρας με τον οποίο ζούσε ήταν τόσο επιθετικός και εκείνο το βράδυ. Και αν άρχιζε να γίνεται βίαιος, και σωματι­­­κά; Αν προσπαθούσε να τη χτυπήσει; Αν ξαφνικά της ορμούσε; Δεν είναι και τόσο σπάνιο κάτι τέτοιο, της έλεγα, ξέρεις καλά πως η αδερφή μου έχει ήδη γυρίσει στο σπίτι με σημάδια στο πρόσωπό της εξαιτίας ενός άντρα, του Λοΐκ, του ποδοσφαιριστή τον οποίο έβρισκα τόσο όμορφο, ξέρεις καλά πως ο αδερφός μου έχει ήδη χτυπήσει μια γυναίκα τόσο πολύ που εκείνη αναγκάστηκε να φωνάξει την αστυνομία, σε όλη μου τη ζωή και κυρίως στην οικογένειά μας έβλεπα άντρες που χτυπούσαν τις γυναίκες, και δεν θέλω να συμβεί και σε σένα, της έλεγα, Δεν θέλω να συμβεί και σε σένα, πρέπει να φύγεις, πρέ­­­πει να φύγεις, και όσο πάσχιζα να την πείσω, ο άντρας πίσω της συνέχιζε να ουρλιάζει, Τι με κοιτάς έτσι εσύ, νομίζεις πως επειδή με καρφώνεις στον γιο σου θα φοβηθώ,
βρόμα,
σκύλα,
νομίζεις πως θα φοβηθώ τον γαμημένο τον γιο σου,
κι εγώ πιανόμουν από τις βρισιές του για να της πω, σε εκείνη –τη μητέρα μου–, Μα βλέπεις, άκου πώς σου μιλάει, ακούω τα πάντα, πρέπει να φύγεις, ο φίλος μου ο Ντιντιέ θα έρθει να σε βοηθήσει, σε πα­­­ρα­­καλώ άκουσέ με μαμά, πάρε μόνο μερικά ρούχα και το σκυλί σου και φύγε να γλιτώσεις, σε παρακα­­­λώ, φύγε να γλιτώσεις, εκείνη όμως μου απαντούσε με φωνή κουρασμένη σαν πληγωμένου ζώου, δεν μι­­­λού­­σε, αγκομαχούσε, Όχι, όχι, δεν μπορώ να φύγω έτσι, πρέπει να μαζέψω διάφορα χαρτιά πριν φύγω, έχω σημαντικά χαρτιά εδώ, πρέπει να περιμένω να κοιμηθεί για να τα μαζέψω, ξέρει πως με έχει στο χέρι γιατί έχω όλα μου τα πράγματα σπίτι του.
Την εκλιπαρούσα: Μα τα χαρτιά δεν είναι τί­­­πο­­­τα, μπορείς να τα ξαναβγάλεις, θα τα ξαναβγάλουμε, σ’ το υπόσχομαι, θα δηλώσουμε απώλεια και θα τα ξα­­­να­­­βγάλουμε, άντε φύγε, φύγε, έλεγα: Μου τηλε­φώ­­νησες επειδή ένιωσες κίνδυνο, διαφορετικά δεν θα το έκανες, πρέπει να φύγεις σή­­­μερα το βράδυ, τα πα­­­­ρα­­­­­κά­­­λια μου όμως δεν οδηγούσαν πουθενά, δεν υπήρχε περίπτωση να αλ­­­λάξει γνώμη, αντιθέτως, ένιω­­­σα πως η επιμονή μου άρχισε να τη βαραίνει, και ξαφνικά φοβήθηκα, φο­­­βήθηκα να δυσκολέψω ακόμα περισσότερο μια ήδη ασφυκτική κατάσταση, τα ’βαλα με τον εαυτό μου και δεν ξαναπροσπάθησα ούτε να την πείσω ούτε να της αλλάξω γνώμη.
Αναστέναξα:
– Είσαι σίγουρη πως η νύχτα δεν θα είναι πολύ δύσκολη αν μείνεις;
Πήρε μια βαθιά ανάσα. Είχε σταματήσει να κλαίει:
– Δεν θα αλλάξει τα πράγματα μια ακόμα ά­­σχη­­­μη νύχτα. Και εν πάση περιπτώσει σε λίγο θα είναι τό­­­σο μεθυσμένος που θα τον πάρει ο ύπνος και θα με αφήσει ήσυχη. Μην ανησυχείς, το έχω συνηθίσει.
Ήξερα πως το είχε συνηθίσει. Είχα δει τον πατέρα μου όταν ήταν μεθυσμένος, σε όλη τη διάρκεια της παιδικής μου ηλικίας, να την αποκαλεί
Αγελάδα
Χοντρέλα
Ή η Χοντρή, κυρίως μπροστά σε άλλους, για να τους κάνει να γελάσουν και να την εξευτελίσει. Ήξε­­­ρα πως το είχε συνηθίσει αλλά ευχόμουν να το ξε­­­συνήθιζε.
Ξανάπε:
– Μην ανησυχείς. Θα τα καταφέρω. Συγγνώμη που σου τηλεφώνησα.
Την έβαλα να μου υποσχεθεί πως θα φύγει την επόμενη μέρα, όταν θα μπορούσε, και μου το υποσχέθηκε. Τη ρώτησα:
– Θες να μείνω μαζί σου στο τηλέφωνο; Μπο­­­ρώ να μείνω στη γραμμή όλη νύχτα αν θες.
Αλλά το αρνήθηκε.
– Όχι. Αν με δει να μιλάω μαζί σου στο τηλέφω­­­νο θα νευριάσει ακόμα περισσότερο. Θέλω απλώς να μη δίνω σημασία σε αυτά που μου λέει μέχρι να μεθύσει εντελώς και να τον πάρει ο ύπνος.
Έκλεισα το τηλέφωνο και έγραψα στον Ντιντιέ. Όταν στην οθόνη του κινητού μου εμφανίστηκε το όνομά του το σήκωσα και του περιέγραψα αυτό που μόλις είχε συμβεί. Ο Ντιντιέ απάντησε πως την επόμε­νη μέρα θα πήγαινε σπίτι μου ό,τι ώρα και να ’ταν για να ανοίξει στη μητέρα μου και να της δώσει τα κλειδιά. Τον ρώτησα αν θα μπορούσε να βγάλει λε­­­φτά και να της τα δώσει, για να ψωνίσει, να αγοράσει τρόφιμα και τα απαραίτητα, και πως θα του έδινα τα λεφτά με το που θα επέστρεφα στο Παρίσι και ο Ντιντιέ είπε ασφαλώς, ασφαλώς και θα το έκανε.
Έκλεισα το τηλέφωνο, κοίταξα γύρω μου στο δω­­­­­­μάτιο και περίμενα. Δεν ξέρω τι περίμενα.