ISBN | 978-618-5267-64-3 |
---|---|
Σελίδες | 120 |
Σχήμα | 12 × 1.2 × 20 cm |
Τιμή | Original price was: €12.20.€10.98Η τρέχουσα τιμή είναι: €10.98. |
Κυκλοφορία | Νοέμβριος 2022 |
Έκδοση | 1η |
Επιμέλεια | Κώστας Σπαθαράκης |
Σχεδιασμός εξωφύλλου | Μάρω Κατσίκα |
Η εποχή του ταράνδου
του Σπύρου Βγενή
discount10percent, ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ, ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑΑγόρια και κορίτσια, γέροι, θεατράνθρωποι, γκραφιτάδες, ηδονοβλεψίες. Άνθρωποι που ξεχνούν και άνθρωποι που θυμούνται, άνθρωποι που δεν έχουν πού να πάνε και άνθρωποι που έχουν πού να πάνε αλλά δεν έχουν τι να κάνουν, άρρωστοι άνθρωποι, υπεράνθρωποι, άνθρωποι που προσπαθούν να φύγουν απ’ την πόλη μα καταφέρνουν μονάχα να ονειρευτούν την εξοχή. Με ρεαλισμό, οξυδέρκεια και χιούμορ, ο Σπύρος Βγενής οργανώνει θραύσματα από παράδοξα περιστατικά, ημιτελείς διαλόγους και ανολοκλήρωτες ιστορίες, αφηγήσεις σε πρώτο και τρίτο πρόσωπο, αφηγήσεις μέσα από την παρέα.
Η Εποχή του Ταράνδου
Αυτά συνέβησαν πριν τρία χρόνια, τότε που πέθανε ο Λούης.
Η Στέλλα ήταν εικοσιεφτά χρονών. Είχε τελειώσει το μεταπτυχιακό της στην ιστορία τέχνης και έψαχνε δουλειά σε γκαλερί. Είχε οχτώ αδέρφια όταν τη γνώρισα και μετά έμαθα πως οι γονείς της κάναν κι άλλα. Τότε δούλευε σε ένα αναψυκτήριο πάνω στην Ευριπίδου. Πήγα να πάρω μια κασερόπιτα, μου χαμογέλασε, τη ρώτησα πού είναι το κτήριο της ΔΕΗ κι εκείνη βγήκε έξω να μου δείξει, μα το σέικερ με το χυμό στον πάγκο της άρχισε να μουγκρίζει και όλο το μαγαζί πιτσιλίστηκε με ένα παχύ μείγμα ανάμεικτων φρούτων.
Μείναμε μαζί τρεις μήνες. Εγώ είχα μια γκαρσονιέρα στα κάτω Πετράλωνα και ζούσα πουλώντας τη συλλογή νομισμάτων του πατέρα μου και βγάζοντας σκυλιά πλουσίων για βόλτα. Μια βδομάδα αφού αρχίσαμε να βγαίνουμε, μου είπε πως της αρέσαν οι βόλτες στα βουνά. Πήρα το Κλιό από έναν φίλο και ήδη το πρώτο σουκού ανεβήκαμε στην Πάρνηθα.
Καθώς πηγαίναμε στο καταφύγιο περάσαμε από ένα μεγάλο εγκαταλελειμμένο κτήριο. Εκεί κάναμε σεξ για πρώτη φορά και για πρώτη φορά έμαθα πως στη Στέλλα δεν αρέσαν οι πίπες, πράγμα που δεν είχα ποτέ μου ξανακούσει. Όταν φτάσαμε στο καταφύγιο ήταν ακόμα δώδεκα το μεσημέρι και αποφασίσαμε να πάρουμε ένα καινούργιο μονοπάτι μιας και είχαμε ακόμα μπόλικο ήλιο.
Γυρίσαμε στο αμάξι όταν νύχτωσε. Ήμασταν μούσκεμα μα γελάγαμε όλη την ώρα και δεν μας είχανε τελειώσει οι ανάσες. Πηδηχτήκαμε ακόμα τρεις φορές: δύο δίπλα απ’ τα δέντρα, σε ένα μικρό λιβάδι πέρα απ’ το μονοπάτι, και μία πάνω σε μια κορυφή.
Μια μέρα πήγαμε στη Δίρφυ. Ανεβήκαμε σ’ ένα στενό μονοπάτι και ακολουθήσαμε τα κόκκινα σημάδια. Η Στέλλα πήγαινε μπροστά και μιλούσε συνέχεια για τ’ αδέρφια της και πώς της κάνουνε τη ζωή δύσκολη. Εγώ δεν έχω κανένα, της είπα, και εκείνη απάντησε πως είμαι τυχερός. Όχι, καθόλου, μούγκρισα. Μα εκείνη γύρισε και μ’ έπιασε απ’ τα μούτρα και άρχισε να με φιλάει πάνω στα βράχια. Τότε ήταν που μάλλον κατάλαβα ότι δεν ήταν το σώμα της ή το σεξ που γούσταρα σε κείνη. Αυτό που μ’ άρεσε ήταν πως ήτανε γεμάτη ανασφάλειες και προβλήματα, και πιο συγκεκριμένα, προβλήματα τα οποία εγώ ποτέ δεν είχα ζήσει και για τα οποία ήταν έτοιμη να μιλήσει ανοιχτά. Καθώς όμως χαμουρευόμασταν πάνω στο μονοπάτι, η Στέλλα μου έπιασε το λαιμό, πράγμα που ήταν τεράστιο λάθος, ακόμα και αν εκείνη δεν μπορούσε να το ξέρει μιας και ήταν η πρώτη φορά που έκανε κάτι τέτοιο. Αμέσως την έσπρωξα πέρα. Εκείνη γλίστρησε στην πλαγιά και άρχισε να κατρακυλάει. Νόμιζα πως την είχα σκοτώσει. Όταν κοίταξα κάτω την είδα να κρέμεται από ένα πεύκο και να βογκάει δυνατά.
Τελικά μας γύρισε ελικόπτερο. Η Στέλλα είχε πάθει θλάση στη μέση και είχε σπάσει τον αγκώνα και το δεξί της πόδι, αλλά πέρα από αυτά, όλα τα άλλα ήταν γρατζουνιές. Δούλεψα δύο μήνες για να πληρώσω το ελικόπτερο. Με πήραν ως αντικαταστάτη της στο αναψυκτήριο.
Εκεί γνώρισα τη Σάρα. Ήρθε να πάρει φρέντο γλυκό, της έδωσα σκέτο. Όταν γύρισε της έκανα δώρο ένα κουλούρι. Την επόμενη μέρα ξανάρθε. Μου είπε πως της αρέσαν τα κουλούρια. Δοκίμασε με καλαμπόκι, της είπα. Θα το κάνω, μου απάντησε. Πήρα το κινητό της, της έστειλα, το βράδυ πήγαμε για ποτό και μου άρεσε τόσο που αποφάσισα να τα πληρώσω όλα.
Όταν η Στέλλα έγινε καλά χωρίσαμε. Της πήρε δυο μήνες να ξαναπερπατήσει. Σπάσαμε από κοινού, χωρίς μεγάλα δράματα, μα προτού φύγει μου είπε, ξέρεις, η Σάρα, είναι αδερφή μου. Μου ήρθε η όρεξη να την σπρώξω ξανά. Έφυγα έτοιμος να σκάσω. Γύρισα στην παλιά μου δουλειά και έβγαζα βόλτα σκύλους.
Η Σάρα όμως με έψαξε. Με βρήκε μια μέρα σε ένα ουζερί κι έκατσε να τα πούμε. Μου είπε πως με συμπαθούσε πολύ, πως με γούσταρε αλλά όχι ερωτικά και πως τα είχε ήδη με ένα παιδί, τον Λούη, εδώ και έξι χρόνια. Μου εκμυστηρεύτηκε πως στην αρχή η αδερφή της την έβαλε να με κατασκοπεύσει αλλά στη συνέχεια με συμπάθησε και δεν ήθελε να με κοροϊδεύει. Εγώ ήμουν ακόμα νευριασμένος, μα όταν γνώρισα τον Λούη, αφού είχαμε πιει ήδη τσίπουρα και μπίρες, άρχισα να ηρεμώ και ξέχασα την τωρινή μου δυστυχία.
Ο Λούης ήταν ένας χτικιάρης γκραφιτάς όλος σαγόνια. Η κάτω του γνάθος εξείχε πιο μπροστά από την πάνω, είχε πάντα κοντό μαλλί και φαρδύ παντελόνι με τσέπες. Όλα του τα ρούχα είχαν πιτσιλιές από σπρέι και πάντα στην τσέπη του είχε λίγο μπαφάκι.
Είχα γνωρίσει κάποτε έναν τέτοιο τύπο. Τον φωνάζαν Τζεμ γιατί έτσι ήταν η ταγκιά του. Απέξω ήταν φτυστός ο Λούης, μα ουσιαστικά δεν είχαν τίποτα κοινό. Ο Τζεμ μιλούσε συνέχεια για τις γκόμενές του, για το πώς έπινε μόνο τα καλύτερα ναρκωτικά και για το τι σκέφτεται για το καινούργιο του κομμάτι. Είχε ταλέντο αλλά ήταν παρτάκιας, ανασφαλής και αλλοπαρμένος. Ο Λούης απ’ την άλλη ήταν συνήθως ήσυχος και σπάνια μιλούσε για τη ζωή του. Δεν περπατούσε ποτέ σκυφτός αλλά το βλέμμα του ήταν λες και έβλεπε στο πάτωμα. Δεν είχε βγάλει Καλών Τεχνών και ενώ ήταν πολύ ακριβής στις γραμμές του, τα κομμάτια του ήταν αναμενόμενα και τα σκίτσα του βαρετά. Η ταγκιά ήταν όμως το μεγάλο του ατού. Υπέγραφε ως Lou και πάνω από το όου και το γιου έβαζε ένα ανάποδο τρίγωνο με δύο κερατάκια σαν τόνους στις πάνω γωνίες. Ταγκιές του Λούη μπορούσες να βρεις παντού στην Αθήνα. Και σίγουρα τον έβλεπες στις εθνικές οδούς, σε μικρά παρατημένα σπίτια και χαλάσματα κοντά στις εξόδους.
Με τον Λούη και τη Σάρα αράζαμε για καιρό. Βγαίναμε για μπίρες στο κέντρο και κάποιες φορές πήγαινα με τον Λούη για βάψιμο. Αυτός μου έβαζε έναν μπάφο στο στόμα και μ’ έβαζε να κρατάω τσίλιες. Η Σάρα ερχόταν και μόνη της σπίτι μου και βλέπαμε ταινίες. Μια δυο φορές κάναμε σεξ και ενώ μου άρεσε πολύ δεν ήθελα να συνεχίσω. Μια μέρα μου είπε να κάνουμε τρίο με τον Λούη. Δεν νομίζω πως είναι καλή ιδέα, της απάντησα. Καλά, μου είπε, σκέψου το, και ρούφηξε μια γραμμή. Έπινε συνέχεια σπιντ. Δεν ξέρω πού το έβρισκε τόσο φτηνό.
Αυτό τον καιρό –θα πρέπει να ήτανε πέντε, έξι μήνες– ήμασταν όλοι χαρούμενοι. Για τη Στέλλα δεν πολυμιλούσαμε, έτσι και αλλιώς δεν ήθελα να ακούσω κι εγώ τίποτα. Η Σάρα, που δούλευε ως νταντά, έφυγε για ταξίδι με μια οικογένεια στην Θεσσαλονίκη για είκοσι μέρες. Θα έπαιρνε χίλια διακόσια ευρώ, όλα πληρωμένα. Με τον Λούη βγαίναμε σχεδόν μέρα παρά μέρα. Τότε έμαθα πως ο Λούης έπαιζε μπάσο στα κρυφά και στο παλιό του κρεβάτι –έμενε ακόμα με τους γονείς του– είχε κρύψει μισό κιλό ΕμΝτι, το οποίο πουλούσε σιγά σιγά σε πάρτι. Θυμάμαι τη μέρα που είχαμε πάρει λίγο και είχαμε βγει βόλτα, νωρίς το απόγεμα. Είχε τον πιο γλυκό ήλιο κι εκείνος σκαρφάλωσε σε μια σκαλωσιά για να βάψει, ενώ εγώ πήγα να πάρω δυο χυμούς. Όταν γύρισα δεν μπορούσα να τον βρω. Το ναρκωτικό μου τα ’χε σκάσει. Άκουσα από ψηλά «εδώ είμαι!» και γύρισα και τον είδα δίπλα στην ταγκιά του με το συγκρατημένο του χαμόγελο να ξεχειλώνει.
Μια από αυτές τις μέρες, ενώ ήμασταν μαζί, η Σάρα τον πήρε τηλέφωνο και τσακώθηκαν άγρια. Δεν πίστευα πως ο Λούης μπορούσε να φωνάξει έτσι. Πέταξε το κινητό του στο κράσπεδο και όταν πήγα να τον καθησυχάσω μου ούρλιαξε, άσε με, βλάκα, άσε με μη με πιάνεις. Για τρεις μέρες δεν μου το σήκωνε καν. Όταν η Σάρα γύρισε από Θεσσαλονίκη, μου χτύπησε το κουδούνι ακάλεστη. Μπήκε μέσα και μου φώναξε, πού είναι ο Λούης; Τι του έκανες; Της είπα πως κι εγώ τον ψάχνω.
Δυο μέρες μετά, η Στέλλα ήρθε στο σπίτι μου. Εγώ εκείνη την ώρα τραβούσα μαλακία και ίσα που πρόλαβα να τελειώσω όταν χτύπησε το κουδούνι. Πρέπει να ακούσεις, μου είπε, δεν ήμουν εγώ. Της έφερα ένα ποτήρι νερό. Ήταν εμφανές πως δεν ήτανε καλά. Τα μάτια της ήταν βουρκωμένα μα ανοιχτά, τα σαγόνια της πηγαίναν πέρα δώθε και τα δάχτυλά της παίζαν. Μου είπε πως έβλεπε τον Λούη κρυφά για πάνω από ένα μήνα, και πως δεν έφταιγε αυτή αλλά τον είχε ερωτευτεί. Και πως ξέρω ότι της αρέσουν οι εκδρομές, γι’ αυτό και πήγανε για λίγο στα Καλάβρυτα. Εκεί βρήκανε μια σπηλιά και είπανε να μπούνε. Και οι δυο τους ήτανε κόκαλο από την καβάτζα του Λούη. Είστε ανεγκέφαλοι, της είπα. Όχι, μου είπε, είμαστε ερωτευμένοι, και συνέχισε. Καθώς άκουγαν την ηχώ τους στη σπηλιά, ο Λούης πήγε να κάνει μια ταγκιά σε ένα βράχο. Η Στέλλα είπε πως απλά χάζευε το μέρος παραπέρα και όταν γύρισε να βρει τον Λούη εκείνος ήτανε άφαντος. Φώναζε μία ολόκληρη ώρα, έψαξε παντού, πήρε το αμάξι, γύρισε σπίτι, δεν είπε τίποτα.
Πού είναι ο Λούης; της φώναξα. Εκείνη απλά με κοίταξε και έβαλε τα κλάματα. Της άνοιξα την πόρτα. Σύντομα μάθαμε πως ο Λούης είχε πέσει σε μια τρύπα στη σπηλιά. Βρήκαν το πτώμα του μετά από είκοσι μέρες. Ένα τεράστιο συνεργείο χρειάστηκε για να το ανασύρουν. Από τις αδελφές δεν άκουσα ξανά. Ούτε και ήθελα. Η Στέλλα μάλλον είναι φυλακή ή σε κάποιο ψυχιατρείο. Η Σάρα πιστεύω έφυγε για έξω.
Μα ο Λούης; Πώς κατάφερε και χάθηκε έτσι; Άνοιξα το πισί και έβαλα να δω ντοκιμαντέρ. Σε τέτοιες περιπτώσεις δεν μου έρχεται να κλάψω. Μένει απλά στο μυαλό μου ένα κενό και δυσκολεύομαι να καταλάβω τι σημαίνει πως ένας άνθρωπος έπαψε να υπάρχει. Έτσι είχα νιώσει και με τον αδερφό μου. Δεν έκλαψα ποτέ. Και ενώ έβλεπα τα ντοκιμαντέρ και έστριβα το τρίτο μακρύ τσιγάρο, είδα στην οθόνη έναν γέρο με καπέλο να μιλάει μέσα σε μια σπηλιά στη Γαλλία για την Παλαιολιθική εποχή και για τους καλλιτέχνες των σπηλαίων που ζωγραφίζαν βίσονες και τάρανδους πάνω στις πέτρες.
Μου ήρθε στο μυαλό η Σάρα. Ήξερε τέλεια γαλλικά, μάλλον θα έχει πάει στη Γαλλία. Και τότε μου ήρθανε όλα, και έκλαψα λίγο, όχι για τον Λούη, ή τη Σάρα, με την οποία ήμουνα μάλλον πάντα ερωτευμένος, αλλά για όλη εκείνη την ωραία εποχή, που σπαταλούσαμε χωρίς να το ξέρουμε με τον πιο όμορφο τρόπο.
Ο αρχαιολόγος με το καπέλο μιλούσε με ένα χαμόγελο μαϊμούς μπροστά στην κάμερα. Έλεγε πως όλες αυτές οι σπηλιές στη δυτική Ευρώπη είναι γεμάτες ζωγραφιές από ανθρώπους που ζήσανε δώδεκα με δεκαεφτά χιλιάδες χρόνια πριν. Η εποχή αυτή ήταν παλιά γνωστή ως «Εποχή του Ταράνδου». Οι άνθρωποι τότε πίστευαν στη συμπαθητική μαγεία. Ζωγράφιζαν έναν τάρανδο πάνω στο βράχο και ύστερα ζωγράφιζαν πάνω του τα βέλη, πιστεύοντας πως ό,τι συμβαίνει στην εικόνα, μπορεί να συμβεί και στο ίδιο το ζώο. Ο αρχαιολόγος γύρισε προς μια πέτρινη επιφάνεια και στην κάμερα εμφανίστηκαν δεκάδες περιγράμματα χεριών βαμμένα με κόκκινη μπογιά. Και τότε είπε πως οι ζωγραφιές αυτές του θύμιζαν πολύ το σύγχρονο γκραφίτι, και πως μια θεωρία υποστηρίζει ακριβώς αυτό το πράγμα: ότι όλα αυτά τα στένσιλ χεριών στους τοίχους ήταν ο τρόπος των προγόνων μας να πούνε «εδώ είμαι!»
Εγώ δεν πιστεύω και τόσο σ’ αυτήν την ερμηνεία. Σίγουρα κάτι πιο βαθύ και μυστηριώδες συνέβαινε εκεί πέρα. Κανένας δεν είναι τόσο χαζός που να γεμίζει όλο τον κόσμο με τις υπογραφές του. Ούτε καν ο Λούης. Κι όμως, όταν μια μέρα βγήκα έξω να πάω βόλτα τα σκυλιά μέχρι το πάρκο, είδα την ταγκιά με το τριγωνάκι και θυμήθηκα εκείνο το κενό που δεν μπορούσα να ξεκολλήσω απ’ το μυαλό μου. Πήρα ένα μαρκαδόρο πόσκα και πήγα και την πάτησα. Και δεν το μετάνιωσα ποτέ μου. Δεν ήθελα πια να τον βλέπω. Είναι μήπως ιεροσυλία, να πατάς τους νεκρούς;