Προσφορά!

Η δύσκολη τέχνη

του Δημήτρη Ελευθεράκη

, ,

«Η μνησικακία είναι μια δύσκολη τέχνη, είπε ο δάσκαλος. Αν με αφήσετε να σας μιλήσω, αν μου δώσετε λίγο ακόμη χρόνο, ναι λίγα ακόμη λεπτά σε αυτό εδώ το παγκάκι, ανάμεσα στο Μουσείο και την Πολυτεχνική Σχολή, ναι στο βρωμισμένο δρομάκι ανάμεσα στο Μουσείο και την Πολυτεχνική Σχολή, τότε θα μπορέσω να σας εξηγήσω ίσως γιατί η μνησικακία είναι μια δύσκολη τέχνη, είπε ο δάσκαλος.»

Σε έναν καταιγιστικό μονόλογο, ο δάσκαλος ρητορεύει πάνω στη νεοελληνική ταυτότητα και τη σχέση της με τη Δύση, άλλοτε έξαλλος από οργή και άλλοτε βυθισμένος στην αυτολύπηση. Με έναν λόγο κυκλικό και επαναληπτικό, διάστικτο από αναφορές στις πιο ετερόκλιτες πηγές, παρουσιάζει ένα παλίμψηστο στο οποίο η φαντασιακή νεοκλασική καθαρότητα επικαλύπτεται από τις ανάγκες της πρακτικής ζωής και τη μοιραία φθορά των ανθρώπων και των πραγμάτων.

«Ύστερα από τόσα χρόνια που κύλησαν έκτοτε προσπαθώ να καταλάβω ποιος ήταν, τι ήταν ο δάσκαλος. Ένας κοινωνικός επαναστάτης, ένας τραγικός αντιήρωας, ένας καλλιεργημένος τραμπούκος. Ή απλώς ένας βλάκας. Σίγουρα ένας μελαγχολικός τρελός υπήρξε ο δάσκαλος.»

Η Δύσκολη τέχνη, το πρώτο πεζογράφημα του Δημήτρη Ελευθεράκη, είναι μια βίαιη και ορμητική νουβέλα, που εξερευνά τις αντινομίες της ελληνικής ιστορικής συνείδησης.

Εκκαθάριση

ο συγγραφέας

Ελευθεράκης Δημήτρης

Ο Δημήτρης Ελευθεράκης γεννήθηκε το 1978 στην Αθήνα. Σπούδασε ελληνική και ξένη φιλολογία στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη και το Εδιμβούργο. Ποιήματά του πρωτοδημοσιεύτηκαν το 1998 στο περιοδικό Νέα Εστία. Επιμελήθηκε τις εκδόσεις των ποιημάτων του Κ. Γ. Καρυωτάκη (2010) και του Κ. Π. Καβάφη (2011) και δημοσίευσε, μαζί με τους ποιητές Δημήτρη Αγγελή και Σταμάτη Πολενάκη, το βιβλίο Με το περίστροφο του Μαγιακόφσκι: μία συζήτηση για την ποίηση (2010). Έχει εκδώσει πέντε ποιητικές συλλογές. Για τα Εγκώμια (Πατάκης 2013) βραβεύτηκε από το περιοδικό Ο Αναγνώστης. 

Επισκεφθείτε τη σελίδα του συγγραφέα

Η μνησικακία είναι μια δύσκολη τέχνη. Μαζεύω τα fragmenta, ναι τα θραύσματα λόγων που άκουσα, εικόνων που είδα, χωρίς απώτερη σκοπιμότητα, ναι χωρίς ιδιαίτερο τέλος, σαν τον συλλέκτη γραμματοσήμων, αλλά ασήμαντων γραμματοσήμων, σαν τον συλλέκτη νομισμάτων μειωμένης αξίας, σαν τον συλλέκτη νεκρών πεταλούδων, ναι βαλσαμωμένων πεταλούδων, είπα. Σαν τον ερασιτέχνη αρχαιολόγο, ναι τον αρχαιοκάπηλο, είπα. Είμαστε ένα έθνος, ναι ένα κράτος αρχαιοκάπηλων, είπα. Αρχαιοκαπήλων, είπα. Η ύψιστη αρχαιοκαπηλία, είπα, ναι η υψίδομη αρχαιοκαπηλία, είπα, είναι που είμαστε ένα έθνος αρχαιοκαπήλων, είπα. Έχουμε ένα αρχαιοκάπηλο βλέμμα, είπα, όλα τα παρατηρούμε υπό το πρίσμα της αρχαιοκαπηλίας μας, είπα. Τα θραύσματα, ναι τα λείψανα, τα ερείπια, είπα, είναι η θέα του αρχαιοκάπηλου βλέμματος, η αγαλλίαση του αρχαιοκάπηλου βλέμματος, η αμοιβή του αρχαιοκάπηλου βλέμματος. Η αρχαιοκαπηλία μας είναι ένα έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, ναι ένα ευεργέτημα υπέρ της ανθρωπότητας. Η αρχαιοκαπηλία είναι μια δύσκολη τέχνη. Να καπηλεύεσαι τις αρχαιότητες, ναι να καπηλεύεσαι την αρχαιότητα, να αρχαιοκαπηλεύεσαι την αρχαιότητα είναι μια δύσκολη τέχνη. Τα αγάλματα είναι τυφλά. Τι ήθελε να πετύχει ο αρχαίος γλύπτης με το λευκό, με το άδειο, το τυφλό, ναι το μαρμάρινο βλέμμα τους, ιδού η απορία. Πρέπει να είσαι τυφλός για να κοιτάξεις το λευκό βλέμμα των αγαλμάτων, πρέπει να είσαι τυφλός για να μην πετρώσεις κοιτάζοντας το βλέμμα της Μέδουσας. Έχουμε μια κεφαλή Μέδουσας να κρέμεται μονίμως, ναι αιωνίως πάνω από το κεφάλι μας. Θα έπρεπε να αντικαταστήσουμε όλα τα κιονόκρανα με κεφαλές Μέδουσας, είπα. Στην πραγματικότητα την κεφαλή της Μέδουσας την κουβαλάς μέσα σου όπου κι αν βρίσκεσαι. Στην πραγματικότητα χαρακτηρίζεσαι, ναι προδίδεσαι από την κεφαλή της Μέδουσας που κουβαλάς μέσα σου. Θέλω να δραπετεύσω από εδώ, θέλω να φύγω, ναι θέλω να χαθώ από την Ελλάδα. Θέλω να χαθώ από τους Θεόφιλους Χάνσεν, τους Λουδοβίκους Λάνγκε και τους Ερνέστους Τσίλλερ, ναι τους Λέοντες φον Κλέντσε. Θέλω να μπω μέσα στο γκριζόμαυρο γκράφιτι, ναι το γκριζόασπρο γκράφιτι, θέλω να βυθιστώ μες στο γκράφιτι, θέλω να βγω από την άλλη πλευρά του γκράφιτι, στο μεταξουργείο στην πίσω πλευρά του γκράφιτι, είπα. Ύστερα άρχισα να μιλώ για το γενεαλογικό μου δέντρο. Μιλώντας αντιλήφθηκα πως φθάναν οι ρίζες μου πίσω μέχρι τους ασήμαντους γεωργούς που καλλιεργούσαν ένα κομμάτι γης που τους δόθηκε για ένα κομμάτι ψωμί. Που είδαν την άνοδο και την πτώση των αυτοκρατόρων και το μόνο που επιθυμούσαν ήταν ένα βλέμμα στα χρυσά διαδήματα και τις διαμαντένιες πόρπες. Ίσως η καταγωγή μου να είχε να κάνει με κάποιον μελαγχολικό βάρβαρο σκλάβο, που έφθασε από μια άγνωστη χώρα στην πρωτεύουσα της ακμάζουσας αυτοκρατορίας, όπου οι κυρίες της αυλής τον περιεργάζονταν με ειλικρινή περιέργεια σαν να έβλεπαν ένα σπάνιο είδος. Οι ρίζες μου φθάναν, φαντασιακά, μέχρι το απώτερο παρελθόν που μπορούσα να σκεφτώ, εννοώ να υποθέσω πως θα μπορούσε να έχει κάποιες αμυδρές συνέπειες στην τωρινή μου ύπαρξη. Δεν μπορούσα να καταλάβω ποιο ήταν εκείνο που με έσπρωχνε τώρα να κάθομαι στο παγκάκι ανάμεσα στο Μουσείο και την Πολυτεχνική Σχολή, ναι στο βρωμισμένο δρομάκι ανάμεσα στο Μουσείο και την Πολυτεχνική σχολή, και να λέω αυτές τις αγενείς φλυαρίες, ναι τις φλύαρες ύβρεις, λες κι επρόκειτο να με ακούσει κανείς, λες κι επρόκειτο να έλθει κανείς, ναι να με πάρει κανείς στα σοβαρά. Ποιο ήταν εκείνο που με έσπρωχνε, εξάλλου τέτοια πράγματα λέγονται, η ουσία της αρχιτεκτονικής πρέπει να μένει αναλλοίωτη, τέτοια πράγματα λέγονται, τέχνη είναι η Δευτέρα Παρουσία του Μιχαήλ Άγγελου στην Καπέλα Σιξτίνα, τέτοια πράγματα λέγονται. Τότε υπέθεσα, ναι υποψιάστηκα, πως έπλεα σε μια θάλασσα εγωισμού, ναι εγωκεντρισμού και φιλαυτίας, ναι αυτοθαυμασμού. Τότε κατάλαβα, ναι βεβαιώθηκα, ότι ήμουν μια μετριότητα, ευφημισμός, ένας κοινός, ναι ένας κοινότοπος άνθρωπος, ναι ένας άνθρωπος που ρέπει προς την κοινοτοπία όπως κολλά ένα κουνούπι στο μέλι. Ναρκισσισμός και κοινοτοπία, ναι αυτό μου συμβαίνει, είπα. Μνησικακία, ναρκισσισμός και κοινοτοπία, είπα. Αγένεια, μνησικακία, ναρκισσισμός και κοινοτοπία, είπα. Αυτοοικτιρμός, είπα. Η τέχνη είναι ένα πρόσχημα, είπα, πάντα η τέχνη είναι το πρόσχημα, για να βγάλουμε στην επιφάνεια ό,τι πιο βρώμικο, σκοτεινό, παράξενο, άρρωστο, ναι ανοίκειο έχουμε μέσα μας. Ήλθατε από τόσο μακριά για να με ακούσετε, ναι για να με γνωρίσετε, και συναντήσατε έναν παράξενο, ναι έναν άρρωστο άνθρωπο. Καλύτερα να φύγετε από την Ελλάδα, εσείς οι Τοβίας και Τόμας και Τόνι, ή όπως αλλιώς ονομάζεστε, εσείς οι Θεόφιλοι, οι Λουδοβίκοι και οι Λέοντες, ναι οι Ερνέστοι, αυτά είναι ξένα ονόματα, κι αφού είναι ξένα ονόματα, φωλιάστε, ναι λουφάξτε κάτω από τη φτερούγα τους και φύγετε μακριά από την Ελλάδα. Δεν σας χρειάζονται τα Ορφανοτροφεία και τα Βαρβάκεια Λύκεια, τα Μέγαρα των Ολυμπιακών Αγώνων και τα Πολυτεχνεία, ναι οι Ακαδημίες και τα Φεσοποιεία, δεν τα χρειάζεστε. Σε λίγο θα έλθω μαζί σας, είπα. Χρειάζεται μόνο να περιορίσω, ναι να μετριάσω τη μνησικακία μου, δε θα μου πάρει πολύ. Δεν φταίω εγώ, είναι που ζω στην Ελλάδα, και κάθε πρωί έρχομαι, ναι πρέπει να έρχομαι στο βρώμικο δρομάκι ανάμεσα στο Μουσείο και την Πολυτεχνική Σχολή, να κάθομαι στο λερωμένο, ναι το χεσμένο παγκάκι ανάμεσα στο Μουσείο και την Πολυτεχνική Σχολή, απ ᾿ όπου θαυμάζω, ναι απολαμβάνω το γκριζόμαυρο γκράφιτι, ναι το γκριζόασπρο γκράφιτι, αυτό το ελληνικό, ναι το νεοελληνικό γκράφιτι, το νεοναζιστικό ελληνικό γκράφιτι, το νεοναζιστικά νεοελληνικό γκράφιτι επάνω στον τοίχο του κτιρίου της Πολυτεχνικής Σχολής, πάνω στον τοίχο του κτιρίου αυτού της ιστορίας, της τέχνης και της νομιμότητας, ναι της κουλτούρας, της ιστορίας εντέλει, μα βέβαια, της δημοκρατίας μας. Η Ελλάδα είναι η τέλεια ελληνική δημοκρατία, η τέλεια νεοναζιστική ελληνική δημοκρατία, είπε ο δάσκαλος. Η Ελλάδα έχει μια φυσική έλξη προς τον νεοναζισμό, είπε ο δάσκαλος, σαν το κουνούπι που κολλά στο μέλι, είπε ο δάσκαλος. Τα ελληνικά μουσεία είναι άψογα, ναι ανυπέρβλητα φυτώρια νεοναζισμού, είπε ο δάσκαλος. Τα Αλληλοδιδακτικά Σχολεία, τα Γραμματοδιδασκαλεία, τα Ελληνικά Σχολεία και τα Γυμνάσια είναι τέλεια φυτώρια νεοναζισμού, είπε ο δάσκαλος. Τα μουσεία κι οι εξελληνισμένες προσόψεις είναι ο παραμορφωτικός καθρέπτης στον οποίο βλέπουμε το πρόσωπό μας. Το βλέμμα στον καθρέφτη είναι μια δύσκολη τέχνη, σαν όλες τις άλλες. Αλλά μια τέχνη που δεν πληρώνεται. Ναι αυτό είναι η Ελλάδα, είπα, είπατε, είπε ο δάσκαλος, είναι μια τέχνη που δεν πληρώνεται. Η Ελλάδα είναι μια δύσκολη τέχνη που δεν πληρώνεται. Στο χειρότερο μέρος της Ελλάδας, ανάμεσα στην πλατεία Ομονοίας και στην πλατεία Κάνιγγος, λίγο πιο κάτω από το Πεδίον του Άρεως, με πιάνει ακατάσχετος θρήνος, είπα, είπατε, είπε ο δάσκαλος, είπε ο δάσκαλος. Εδώ στην απέραντη μιζέρια, ναι την άφθαστη θλίψη, τη βαθύτατη μελαγχολία, τη γερή κατάθλιψη, ναι τη χοντρή κατάθλιψη, είπα, είπατε, είπε ο δάσκαλος, είπε ο δάσκαλος. Άλογα που καλπάζοντας παριστάνουν τους ίππους, είπα, είπατε, είπε ο δάσκαλος, είπε ο δάσκαλος. Με πιάνει απελπισία, μόνο που σκέπτομαι, είπα. Αλλά ας μη μιλάμε μόνο για μένα… […]

Ολόκληρη η γενιά που ξεκίνησε να καταλαβαίνει τον κόσμο στις αρχές του ’80 είναι μια χαμένη, ναι μια κατεστραμμένη γενιά. Να ανήκεις στη γενιά που ξεκίνησε να καταλαβαίνει τον κόσμο στις αρχές του  ’80, είναι μια δύσκολη τέχνη, λέω, για να μιμηθώ τον δάσκαλο. Να ανήκεις σε μια χαμένη, ναι μια κατεστραμμένη γενιά, είναι μια δύσκολη τέχνη, λέω, για να μιμηθώ τον δάσκαλο. Να πεθαίνεις ενώ ανήκεις σε μια χαμένη, ναι μια κατεστραμμένη γενιά, είναι μια δύσκολη τέχνη, λέω, για να μιμηθώ τον δάσκαλο. Γιατί ο θάνατός σου είναι μάλλον απίθανο να έχει κάποιο νόημα, ναι ένα ηρωικό νόημα, που είναι το μόνο νόημα που μπορεί να έχει ένας θάνατος. Να ανήκεις σε μια γενιά που της έχουν αφαιρέσει το δικαίωμα να πεθαίνει ηρωικά, ναι να πεθαίνει με νόημα, είναι μια δύσκολη τέχνη, λέω. Να σου έχουν αφαιρέσει το δικαίωμα να επιλέξεις ελεύθερα ανάμεσα στη ζήση και τη θανή, ναι να επιλέξεις με νόημα τη θανή, είναι μια δύσκολη τέχνη, λέω. Είναι θλιβερό να συνειδητοποιείς κάποια μέρα ότι η γενιά που ελέγχει τα πράγματα, ναι καθορίζει τα πράγματα, είναι η γενιά που ξεκίνησε να καταλαβαίνει τον κόσμο στις αρχές του ‘ 80, η γενιά που της έχουν αφαιρέσει το δικαίωμα να πεθαίνει ηρωικά, ναι να πεθαίνει με νόημα. Δίχως αμφιβολία ο θάνατος του δασκάλου θα επήλθε, ναι θα συνέβη, τη στιγμή που ο δάσκαλος είδε πως αυτή η γενιά είναι, διαμιάς κι εξάπαντος, η γενιά του. Ίσως ο θάνατός του να υπήρξε ένα είδος ηλεκτροσόκ, στο οποίο υποβάλλεται κανείς οικειοθελώς, για να ξεχάσει, ναι για να λησμονήσει τη γενιά από την οποία προέρχεται. Το ανήκειν σε αυτή τη γενιά ήταν πιστεύω που καθόριζε τα βήματα του δασκάλου, κάθε μέρα, από τα Εξάρχεια, Καλλιδρομίου, Στουρνάρη, στο λερωμένο δρομάκι ανάμεσα στο Μουσείο και την Πολυτεχνική Σχολή. Η στιγμή του γκράφιτι, η στιγμή που ο δάσκαλος είδε το γκριζόμαυρο, ναι το γκριζόασπρο γκράφιτι, στον τοίχο του ανατολικού κτιρίου της Πολυτεχνικής Σχολής, σήμανε την αρχή του δασκάλου ως δασκάλου έτσι όπως τον γνωρίσαμε, ναι το τέλος του δασκάλου όπως τον γνωρίσαμε. Γιατί τότε κάτι ράγισε, ναι κάτι έσπασε μέσα του, κάτι θρυμματίστηκε μέσα του, κι ο δάσκαλος είδε, ναι κατανόησε, ότι η ίδια διαδρομή κάθε μέρα, Εξάρχεια, Καλλιδρομίου, Στουρνάρη, παγκάκι, και παγκάκι, Στουρνάρη, Καλλιδρομίου, Εξάρχεια, δεν είχε κανένα απολύτως νόημα, σκέφτηκα. Ο δάσκαλος υπήρξε θύμα και θύτης της γενιάς του, της τελευταίας πραγματικής γενιάς της Ελλάδας, αυτής της παλαιάς Ελλάδας, της αρχαίας Ελλάδας, της σχεδόν μυθικής Ελλάδας που ίχνη, ναι στοιχεία γι’ αυτήν βρίσκουμε μόνο στα μυθιστορήματα, ναι στις τραγωδίες, στα ρομάντζα, στα έπη και στα κωμειδύλλια. Αυτή η Ελλάς, ναι αυτή η Ελλάδα ανήκει πλέον στους ιστοριοδίφες, σκέφτηκα. […]