Προσφορά!

Η διανοητική διαδρομή μου

του Αϊζάια Μπερλίν

Μετάφραση: Σάββας Κονταράτος

, ,

Στη σύντομη αυτή πνευματική αυτοβιογραφία, ο Μπερλίν εκθέτει με απλότητα και σαφήνεια τις καταβολές της σκέψης του, την απομάκρυνση από την αναλυτική φιλοσοφία και τη στροφή προς την ιστορία των ιδεών, την ενασχόλησή του με τον Μαρξ, με τον Βίκο, με τους Γερμανούς ρομαντικούς, με τον Διαφωτισμό και τους κριτικούς του, και αναπτύσσει τις βασικές φιλοσοφικές αλλά και βιωματικές αρχές με τις οποίες πορεύτηκε σε όλη του τη ζωή: τον φιλελεύθερο και ανεκτικό πλουραλισμό, την εννοιολογική πολλαπλότητα της ελευθερίας, την επιφύλαξη απέναντι σε κάθε απόλυτο ιδεώδες.

Εκκαθάριση

ο συγγραφέας

Μπερλίν Αϊζάια

Ο Αϊζάια Μπερλίν γεννήθηκε το 1909 στη Ρίγα σε μια πλούσια εβραϊκή οικογένεια. Φιλόσοφος και ιστορικός των ιδεών, θεωρείται ένας από τους κορυφαίους φιλελεύθερους στοχαστές του 20ού αιώνα. Διακρίθηκε ως δοκιμιογράφος, ακαδημαϊκός δάσκαλος και δεινός ομιλητής. Αρκετά από τα θεμελιώδη του έργα έχουν εκδοθεί και στα ελληνικά: Τέσσερα δοκίμια περί ελευθερίας (1969, Scripta 2001), Κόντρα στο ρεύμα (1979, Scripta 2003), Το στρεβλό υλικό της ανθρωπότητας (1990, Κριτική 2004), Οι ρίζες του ρομαντισμού (1999, Scripta 2002). Πέθανε στην Οξφόρδη το 1997.

Επισκεφθείτε τη σελίδα του συγγραφέα

Το ενδιαφερον μου για τα φιλοσοφικα ζητήματα άρχισε όταν ήμουν προπτυχιακός φοιτητής στην Οξφόρδη στα τέλη της δεκαετίας του 1920 και τις αρχές της δεκαετίας του 1930, επειδή η φιλοσοφία αποτελούσε μέρος των μαθημάτων που πάρα πολλοί φοιτητές της Οξφόρδης παρακολουθούσαν εκείνα τα χρόνια. Αποτέλεσμα του συνεχιζόμενου ενδιαφέροντός μου γι’ αυτό το πεδίο ήταν ότι το 1932 ανέλαβα τη διδασκαλία της φιλοσοφίας, και οι απόψεις μου τότε ήταν φυσικό να έχουν επηρεαστεί από το είδος των συζητήσεων που διεξήγαν οι συγκαιρινοί μου φιλόσοφοι στην Οξφόρδη. Υπήρχε πληθώρα και άλλων φιλοσοφικών ζητημάτων, αλλά συνέβη τα θέματα που προπάντων απασχολούσαν τους συναδέλφους μου κι εμένα να είναι καρποί μιας επιστροφής στον εμπειρισμό που άρχισε να κυριαρχεί στη βρετανική φιλοσοφία πριν από τον Α´ Παγκόσμιο Πόλεμο, κυρίως υπό την επιρροή δύο διάσημων φιλοσόφων του Κέμπριτζ, του Τζ. Ε. Μουρ και του Μπέρτραντ Ράσσελ.

Η αρχή της επαληθευσιμότητας

Το πρώτο θέμα στο οποίο επικεντρώθηκε η προσοχή μας στα μέσα και τα τέλη της δεκαετίας του 1930 ήταν η φύση του νοήματος – η σχέση του με την αλήθεια και το ψεύδος, με τη γνώση και τη γνώμη, και ιδιαίτερα ο έλεγχος του νο­­­ήματος ως προς την επαληθευσιμότητα των προ­­­τάσεων στις οποίες εκφράζεται. Η ώθηση να ασχοληθούμε με το θέμα τούτο προήλθε από τα μέλη της Σχολής της Βιέννης, μαθητές οι ίδιοι του Ράσσελ, οι οποίοι είχαν σε μεγάλο βαθμό επηρεαστεί από στοχαστές όπως ο Κάρναπ, ο Βίτ­­­γκενσταϊν και ο Σλικ. Η άποψη του συρμού ήταν ότι το νόημα μιας πρότασης είναι ο τρό­­­πος με τον οποίο μπορεί να επαληθευτεί
– ότι αν δεν υπάρχει κανένας απολύτως τρόπος να επαληθευτεί αυτό που λέγεται, τότε έχουμε να κά­­­­νουμε με απόφανση που δεν μπορεί να είναι αληθής ή ψευδής, αλλά μη πραγματική και επομένως είτε στερημένη νοήματος είτε σχετική με κάποιαν άλλη χρήση της γλώσσας, σαν εκείνες που εκφαίνονται σε προσταγές ή εκφράσεις επιθυμίας ή στη μυθοπλαστική λογοτεχνία ή σε άλλες μορφές έκφρασης που δεν εγείρουν αξίωση εμπειρικής αλήθειας.
Είχα επηρεαστεί από αυτή τη σχολή με την έν­­­νοια ότι με απορροφούσαν τα προβλήματα και οι θεωρίες που παρήγαγε, αλλά ποτέ δεν προσχώρησα πλήρως σε αυτήν. Πίστευα πάντοτε ότι αποφάνσεις που ενδέχεται να είναι αληθείς ή ψευδείς ή εύλογες ή αβέβαιες ή ενδιαφέρουσες, ενώ σχετίζονται πράγματι με τον κόσμο όπως τον αντιλαμβανόμαστε εμπειρικά (και ποτέ δεν αντιλήφθηκα τον κόσμο με διαφορετικό τρόπο, από τότε μέχρι σήμερα), δεν είναι ωστόσο κατ’ ανάγκην επιδεκτικές επαλήθευσης με κάποιο απλό, αδιάσειστο κριτήριο, όπως ισχυρίζονταν η Σχολή της Βιέννης και οι λογικοθετικιστές οπαδοί της. Εξαρχής ένιωθα πως οι γενικές προτάσεις δεν είναι επαληθεύσιμες με αυτό τον τρόπο. Οι αποφάνσεις, είτε σε συνήθη χρήση είτε στις φυσικές επιστήμες (που αποτελούσαν το ιδεώδες για τη Σχο­­­λή της Βιέννης), μπορούν να έχουν νόημα χωρίς να είναι αυστηρά επαληθεύσιμες. Αν έλεγα «Όλοι οι κύκνοι είναι λευκοί», δεν θα μπορούσα ποτέ να γνωρίζω αν αυτό το ήξερα για όλους τους κύκνους που υπήρξαν, ή αν ο αριθμός των κύ­­­κνων θα μπορούσε να μην είναι άπειρος· ένας μαύρος κύκνος θα ακύρωνε αναμφίβολα αυτή τη γε­­νίκευση, αλλά η θετική της επαλήθευση με την πλή­­ρη έννοια του όρου μου φαινόταν ανέφικτη· ωστόσο, θα ήταν παράλογο να πω ότι δεν έχει νόημα. Το ίδιο ίσχυε και για τις υποθετικές προτάσεις, και ακόμη περισσότερο για τις ανεκπλήρωτες υποθέσεις, για τις οποίες θα ήταν εντελώς παράδοξο να ισχυριστεί κανείς ότι μπορεί να αποδειχθούν αληθείς ή ψευδείς μέσω της εμπειρικής παρατήρησης· και όμως σαφώς έχουν νόημα.
Σκεφτόμουν πάρα πολλές άλλες αποφάνσεις αυτού του είδους, οι οποίες σαφώς είχαν νόημα με την πλήρη σημασία της λέξης, αλλά των οποίων το νόημα διέφευγε το προτεινόμενο στενό κριτήριο, αυτό της άμεσης παρατήρησης – τον κόσμο των αισθήσεων. Ως εκ τούτου, ενώ έπαιρνα ενεργό μέρος σε αυτές τις συζητήσεις (για την ακρίβεια, ό,τι αποκλήθηκε αργότερα Οξφορδιανή Φιλοσοφία ξεκίνησε πράγματι στο διαμέρισμά μου τα βράδια, σε συναντήσεις όπου ήταν παρόντες μετέπειτα διάσημοι φιλόσοφοι όπως ο Α. Τζ. Αιρ, ο Τζ. Λ. Ώστιν και ο Στιούαρτ Χάμπσερ, όλοι τους επηρεασμένοι από τον οξφορδιανό εμπειρισμό και, ώς ένα βαθμό, από τον οξφορδιανό ρεαλισμό – δηλαδή την πεποίθηση ότι ο εξωτερικός κόσμος είναι ανεξάρτητος από τους ανθρώπους που τον παρατηρούν), παρέμεινα εντούτοις ένας αιρετικός, αλλά φιλικά προσκείμενος. Ποτέ δεν απομακρύνθηκα από τις απόψεις που είχα τότε, και ακόμη πιστεύω πως, αν και το εμπειρικό βίωμα είναι το μόνο που μπορούν να εκφράσουν οι λέξεις –ότι δεν υπάρχει άλλη πραγματικότητα–, η επαληθευσιμότητα δεν είναι ωστόσο το μόνο, ή το πλέον εύλογο, κριτήριο της γνώσης ή των πεποιθήσεων ή των υποθέσεων. Η άποψη αυτή με συνόδευσε στην υπόλοιπη ζωή μου και έχει χρωματίσει οτιδήποτε άλλο έχω σκεφτεί.
Ένα άλλο θέμα στο οποίο επέστησα την προσοχή των νεαρών συναδέλφων μου ήταν το καθεστώς των προτάσεων του είδους «Αυτό το ροζ (απόχρωση) μοιάζει περισσότερο με αυτό το βερμιγιόν παρά με αυτό το μαύρο». Αν γενικευόταν, ήταν φανερό ότι επρόκειτο για μια αλήθεια την οποία καμιά εμπειρία δεν ήταν πιθανό να ανασκευάσει – δεδομένου ότι οι σχέσεις των ορατών χρωμάτων είναι σταθερές. Ταυτοχρόνως, η γενική πρόταση δεν μπορούσε να αποκληθεί a priori εφόσον δεν προέκυπτε τυπικά από κάποιους ορισμούς και συνεπώς δεν ανήκε στις τυπικές επιστήμες της λογικής ή των μαθηματικών, τις μόνες στις οποίες ανήκουν οι a priori προτάσεις, που θεωρούνταν τότε ταυτολογίες. Έτσι, είχαμε βρει μια καθολική αλήθεια στη σφαίρα της εμπειρίας. Ποιοι ήταν οι ορισμοί του «ροζ», του «βερμιγιόν» και των υπολοίπων; Δεν υπήρχε κανένας. Τα χρώματα μπορούσαν να αναγνωριστούν μόνο μέσω του βλέμματος, έτσι που οι ορισμοί τους ταξινομήθηκαν ως δεικτικοί, και από τέτοιους ορισμούς τίποτα δεν προέκυπτε λογικά. Επρόκειτο για κάτι παραπλήσιο με το παλαιό πρόβλημα των συνθετικών a priori προτάσεων του Καντ· συζητούσαμε γι’ αυτό και τα ανάλογά του επί πολλούς μήνες. Ήμουν πεπεισμένος πως η πρότασή μου ήταν, αν όχι αυστηρώς a priori, οπωσδήποτε αυταπόδεικτα αληθής, και πως η αντίθετή της δεν ήταν καν νοητή. Δεν ξέρω κατά πόσο οι συνάδελφοί μου ασχολήθηκαν ξανά με το ζήτημα αυτό έκτοτε, αλλά το θέμα είχε τεθεί επισήμως στις συζητήσεις μας εκείνο τον καιρό. Αντιστοιχούσε σε μια άποψη του Ράσσελ διατυπωμένη σε ένα έργο του με τίτλο The Limits of Empiricism (Τα όρια του εμπειρισμού).