ISBN | 978-618-5267-59-9 |
---|---|
Σελίδες | 296 |
Σχήμα | 12 × 1.8 × 20 cm |
Τιμή | Original price was: €17.70.€12.39Η τρέχουσα τιμή είναι: €12.39. |
Κυκλοφορία | Ιούνιος 2022 |
Έκδοση | 1η |
Επιμέλεια | Κώστας Σπαθαράκης, Εύα Πλιάκου |
Σχεδιασμός εξωφύλλου | Μάρω Κατσίκα |
Επίμετρο | Ντέηβιντ Λουκ, Νάιτζελ Ρηβς |
Διηγήματα
του Χάινριχ φον Κλάιστ
Μετάφραση: Θοδωρής Δασκαρόλης
discount30percent, ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ, ΚΛΑΣΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΟ Χάινριχ φον Κλάιστ υπήρξε ένας από τους πιο αινιγματικούς, ιδιότυπους και σκοτεινούς συγγραφείς του 19ου αιώνα. Το έργο του διατηρεί μια εντυπωσιακή επικαιρότητα και ένταση αφού έχει στο επίκεντρό του την πολιτική, τη θέση της γυναίκας, την ψυχική ισορροπία, τη γλώσσα του έρωτα, το πρόβλημα του κακού και της καταπίεσης. Στα διηγήματα του Κλάιστ ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με μια ριζοσπαστική πεζογραφία, με τη μοναδική αφηγηματική της γλώσσα και τον ασθματικό ρυθμό της, το υπόγειο χιούμορ, την αμφισημία, την ανατροπή κάθε λογοτεχνικής σύμβασης. Ο Κλάιστ, ο μεγαλύτερος από τους Γερμανούς ρομαντικούς, υπήρξε πρόδρομος του μοντερνισμού, διαβάστηκε με πάθος από όλους τους μεγάλους συγγραφείς του 20ού αιώνα και δεν σταμάτησε να προκαλεί παθιασμένες συζητήσεις και να αποτελεί σημείο αναφοράς της παγκόσμιας λογοτεχνίας.
Η έκδοση συνοδεύεται από επίμετρο των Ντέηβιντ Λουκ και Νάιτζελ Ρηβς.
Στον τόμο περιλαμβάνονται όλα τα διηγήματα του Χάινριχ φον Κλάιστ («Η μαρκησία του Ο… », «Ο σεισμός στη Χιλή», «Τα αρραβωνιάσματα στον Άγιο Δομήνικο», «Η ζητιάνα του Λοκάρνο», «Ο έκθετος», «Η Αγία Καικιλία ή Η δύναμη της μουσικής», «Η μονομαχία»), εκτός από τον «Μιχαήλ Κόλχαας» που θα εκδοθεί του χρόνου από τους αντίποδες.
Κριτικές
Μαρίνα Αγαθαγγελίδου, Εφημερίδα των συντακτών
Ο ΣΕΙΣΜΟΣ ΣΤΗ ΧΙΛΗ
Στο Σαντιάγο, πρωτεύουσα του βασιλείου της Χιλής, τη στιγμή ακριβώς του μεγάλου σεισμού του έτους 1647, στον οποίο πολλές χιλιάδες άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, ένας νεαρός Ισπανός με τ’ όνομα Χερώνυμο Ρουγκέρα, κατηγορούμενος για κάποιο έγκλημα, στεκόταν μπροστά σ’ ένα στύλο της φυλακής όπου τον είχαν κλείσει και ήθελε να κρεμαστεί. Ο Δον Ενρίκο Αστερόν, ένας από τους πλουσιότερους ευγενείς της πόλης, τον είχε πριν ένα χρόνο περίπου διώξει από το σπίτι του, όπου είχε προσληφθεί ως δάσκαλος, επειδή είχε συνδεθεί ερωτικά με τη Δόνα Γιοζέφα, τη μοναχοκόρη του. Μια μυστική συνάντηση που ήρθε στ’ αυτιά του γερο-Δον, χάρη στη μοχθηρή επαγρύπνηση του περήφανου γιου του, τον εξόργισε τόσο, αφού είχε προειδοποιήσει αυστηρά την κόρη, ώστε την έκλεισε ο ίδιος στο μοναστήρι των Καρμηλιτισσών της Παναγίας του Βουνού.
Από μια ευτυχή σύμπτωση όμως, ο Χερώνυμο κατόρθωσε να ξανασμίξει με την κοπέλα, και μια ήσυχη νύχτα, ο κήπος του μοναστηριού έγινε μάρτυρας της ολοκλήρωσης της ευτυχίας του. Έφτασε η ημέρα της γιορτής της Αγίας Δωρεάς, και τη στιγμή ακριβώς που ξεκινούσε η πανηγυρική λιτανεία των καλογραιών, την οποία ακολουθούσαν οι δόκιμες, η άτυχη Γιοζέφα έπεσε, κάτω από τις κωδωνοκρουσίες, στα σκαλοπάτια του Καθεδρικού σφαδάζοντας από τους πόνους της κοιλιάς της.
Το γεγονός αυτό σήκωσε τρομερό σάλο· κλείσαν αμέσως τη νεαρή αμαρτωλή στη φυλακή, δίχως να σεβαστούν την κατάστασή της, και πριν καν προλάβει να σηκωθεί από τη γέννα, έστησαν με διαταγή του αρχιεπισκόπου μια τρομερή δίκη εναντίον της. Στην πόλη μιλούσαν με τέτοια αγανάκτηση γι’ αυτό το σκάνδαλο κι από παντού ακούγονταν τόσο σκληρές επικρίσεις για ολόκληρο το μοναστήρι, ώστε ούτε οι παρακλήσεις της οικογένειας του Αστερόν ούτε καν η επιθυμία της ίδιας της ηγουμένης, που αγαπούσε πολύ την κοπέλα, χάρη στην άμεμπτη, κατά τα άλλα, συμπεριφορά της, στάθηκαν ικανές να μετριάσουν την αυστηρότητα με την οποία την απειλούσαν οι νόμοι του μοναστηριού. Το μόνο που στάθηκε δυνατό να γίνει ήταν, με διαταγή του αντιβασιλέα, να μετατραπεί ο θάνατος στην πυρά, στον οποίο είχε καταδικαστεί, σε αποκεφαλισμό, προς μεγάλη απογοήτευση των κυράδων και των παρθένων του Σαντιάγο.
Στους δρόμους απ’ όπου θα περνούσε η πομπή της μελλοθάνατης νοίκιαζαν τα παράθυρα, σήκωναν τις στέγες από τα σπίτια, και οι θεοσεβούμενες κόρες της πόλης καλούσαν τις φιλενάδες τους να απολαύσουν από κοινού το θέαμα που θα πρόσφερε η Θεία Δίκη.
Ο Χερώνυμο, που στο μεταξύ βρισκόταν κι αυτός στη φυλακή, κόντεψε να χάσει τα λογικά του σαν έμαθε τις τρομερές αυτές εξελίξεις. Μάταια αναζητούσε σωτηρία· παντού, όπου κι αν τον κατηύθυναν τα φτερά της παράτολμης φαντασίας του, συναντούσε κλειδαριές και τοίχους, και μια προσπάθεια να λιμάρει τα κάγκελα των παραθυριών έγινε αντιληπτή και το μόνο αποτέλεσμα που είχε ήταν να τον κλείσουν σε μεγαλύτερη απομόνωση. Έπεσε στα γόνατα μπροστά στο εικόνισμα της Παναγίας και προσευχόταν σ’ αυτήν με άπειρη θέρμη, σαν τη μόνη απ’ την οποία μπορούσε πια να ελπίζει σωτηρία.
Όμως η τρομερή μέρα ήρθε και μαζί μ’ αυτήν μες στην ψυχή του η βεβαιότητα πως η κατάστασή του ήταν αθεράπευτα απελπιστική. Οι καμπάνες που συνόδευαν τη Γιοζέφα στο ικρίωμα χτύπησαν και η απόγνωση κυρίευσε την ψυχή του. Η ζωή τού φαινόταν μισητή και πήρε την απόφαση να πεθάνει μ’ ένα σκοινί που τυχαία είχε βρει μες στο κελί του. Στεκόταν ήδη, όπως είπαμε πριν, μπροστά σ’ ένα στύλο του τοίχου κι έδενε το σκοινί που θα τον γλίτωνε από τούτη την άθλια ζωή σ’ έναν σιδερένιο γάντζο που ήταν καρφωμένος στο γείσο· όταν ξάφνου, το μεγαλύτερο τμήμα της πόλης καταποντίστηκε με θόρυβο σαν να γκρεμιζόταν το στερέωμα, κι ό,τι ανάσαινε ζωή θάφτηκε κάτω απ’ τα ερείπιά της. Ο Χερώνυμο Ρουγκέρα πάγωσε απ’ τον τρόμο· και σαν όλη του η συνείδηση να κομματιαζόταν, πιάστηκε από το στύλο απ’ όπου είχε θελήσει να πεθάνει, για να μην πέσει. Το έδαφος σάλευε κάτω απ’ τα πόδια του, οι τοίχοι της φυλακής σκίζονταν στα δύο, το κτήριο έγερνε συθέμελα μπροστά και θα σωριαζόταν στο δρόμο, αν την ίδια στιγμή δεν έπεφτε και το αντικρινό κτήριο, ώστε να σχηματιστεί τυχαία μια καμάρα ανάμεσά τους, που αποσόβησε την πτώση και των δύο. Τρέμοντας, με ορθωμένα τα μαλλιά και με τα γόνατα κομμένα, γλίστρησε ο Χερώνυμο πάνω απ’ το λοξά γκρεμισμένο δάπεδο, προς το άνοιγμα που είχε σχηματιστεί από την ταυτόχρονη πτώση των δύο κτηρίων στον μπροστινό τοίχο της φυλακής.
Σαν βγήκε έξω, όλα τα ήδη ετοιμόρροπα κτήρια του δρόμου κατέρρευσαν εντελώς, με μια δεύτερη δόνηση της γης. Μην ξέροντας πώς να σωθεί από έναν τέτοιον όλεθρο, έτρεξε, δρασκελώντας χαλάσματα και μαδέρια, ενώ ο θάνατος ριχνόταν καταπάνω του από όλες τις πλευρές, προς την πιο κοντινή πύλη της πόλης. Εδώ τον κυνήγησε ένα σπίτι που γκρεμιζόταν, τινάζοντας τα χαλάσματά του, προς έναν πλαϊνό δρόμο· εδώ φούντωναν κιόλας οι φλόγες, αστράφτοντας μέσα σε σύννεφα καπνού απ’ τα αετώματα των σπιτιών, διώχνοντάς τον σ’ έναν άλλο δρόμο· εδώ ερχόταν κατά πάνω του, σηκωμένος απ’ τις όχθες του, ο ποταμός Μαπόχο και τον παρέσυρε μουγκρίζοντας σ’ έναν τρίτο δρόμο. Εδώ βρισκόταν ένας σωρός πτώματα, εδώ στέναζε ακόμα μια φωνή κάτω απ’ τα ερείπια, εδώ ούρλιαζαν άνθρωποι πάνω στις φλεγόμενες στέγες, εδώ πάλευαν άνθρωποι και ζώα με τα κύματα, εδώ κάποιος γενναίος προσπαθούσε να βοηθήσει· εδώ ένας άλλος, άσπρος σαν τον Χάρο, ύψωνε άφωνος χέρια τρεμάμενα προς τον ουρανό. Μόλις ο Χερώνυμο έφτασε στην πύλη κι ανέβηκε σ’ ένα λόφο αντίκρυ, έπεσε λιπόθυμος κατάχαμα.
Θα πρέπει να ’μεινε εκεί πεσμένος σίγουρα ένα τέταρτο της ώρας εντελώς αναίσθητος, όταν επιτέλους συνήλθε και μισοσηκώθηκε πάνω στο έδαφος, με τη ράχη γυρισμένη προς την πόλη. Έψαυσε το μέτωπό του και το στήθος, ανίκανος να σκεφτεί τι θα ’πρεπε να κάνει στην κατάσταση που βρισκόταν, κι ένα ανείπωτο ηδονικό συναίσθημα τον κυρίευσε, καθώς ένας δυτικός άνεμος από τη θάλασσα φυσούσε πάνω του τη ζωή του που ξαναρχόταν, και το βλέμμα του στρεφόταν προς όλες τις κατευθύνσεις πάνω στην ανθισμένη πεδιάδα του Σαντιάγο. Μόνο τα αλαφιασμένα πλήθη των ανθρώπων που φαίνονταν από παντού πλάκωναν την ψυχή του· δεν καταλάβαινε τι ήταν αυτό που είχε οδηγήσει αυτόν κι εκείνους εδώ πέρα· και μόνο σαν στράφηκε πίσω του και είδε την πόλη καταποντισμένη, θυμήθηκε τις τρομερές στιγμές που είχε περάσει. Γονάτισε τόσο βαθιά που το μέτωπό του άγγιξε το χώμα, να ευχαριστήσει τον Θεό για τη θαυμαστή σωτηρία του· και αμέσως, σαν η φρικτή αυτή εικόνα που είχε χαραχτεί στην ψυχή του να έδιωξε όλες τις προηγούμενες, έκλαψε από αγαλλίαση που γευόταν ακόμη τη γλυκιά ζωή, τη γεμάτη πολύχρωμες παραστάσεις. […]