Προσφορά!

Διακοπές στην Αβησσυνία

της Ελίζας Παναγιωτάτου

, ,

Από την οικειότητα, την κρίση και την απώλεια της Αθήνας, η ηρωίδα θα βρεθεί στην Ντίρε Ντάουα με τα κόκκινα λουλούδια, τις ύαινες και το παρελθόν της γιαγιάς της. Στο μέρος όπου η μία κατάφερε να ξεχάσει, η άλλη θα θυμηθεί και θα συνεχίσει. Ένα βιβλίο για ταξίδια χωρίς στόχο και για μυστικά που περνάνε από τη μία γενιά στην άλλη. Μπορεί τελικά μια γάτα να είναι η μετενσάρκωση ενός μπαμπά; Μπορεί το δέρμα μιας γυναίκας να έχει το χρώμα της άμμου; Μπορείς να θυμάσαι με τρυφερότητα χωρίς να πονάς; Μέσα από ερωτικές ιστορίες και ενώ θα ψάχνει τις λίρες της γιαγιάς της, η Τέσση θα βιώσει μεγάλες αλλαγές και μικρές νίκες και θα συναντηθεί με αναπάντεχες μητριαρχίες.

Εκκαθάριση

η συγγραφέας

Παναγιωτάτου Ελίζα

Η Ελίζα Παναγιωτάτου γεννήθηκε το 1984 στην Αθήνα. Σπούδασε γλωσσολογία στην Αθήνα και ζει στο Βερολίνο. Προηγούμενα βιβλία της: Αυτά έγιναν χτες (Κουκούτσι 2015), (Δε) μιλάς (μαζί με τη Λίντα Ακέντε, Ουαπίτι 2016), Τεχνικές Κολύμβησης (αντίποδες 2017), Πρίνσες (Ουαπίτι 2019).

Επισκεφθείτε τη σελίδα του συγγραφέα

Πώς πέρασες χτες με την Τιζιτά; με ρώτησε ο Χάμπτα το επόμενο πρωί. Τώρα την προτιμάς από μένα; Κάνω την προσβεβλημένη. Μην ανησυχείς, το έχω συνηθίσει, όλοι την προτιμάνε, κι εγώ την προτιμάω για να είμαι ειλικρινής. Πρώτα δεν έρχεσαι και μετά γκρινιάζεις, του λέω. Πού ήσουν χτες; Γιατί δεν ήρθες; Ο Χάμπτα γελάει. Είχα δουλειά. Μάλιστα, είχε δουλειά ο κύριος. Η αδερφή σου είναι πολύ συμπαθη­τι­­κή, του λέω. Το ξέρω, μου απαντάει, και τώρα θέλει να σε πάει σε κάτι μάγους στα βουνά. Τον κοιτάζω απορημένη. Μη με μπλέκεις εμένα, μου λέει, εγώ δεν τα πιστεύω αυτά. Η περιοχή δεν έχει άλλα θηρία να σου δείξω, τι θα κάνουμε τώρα;
Τίποτα, του απαντάω, πάμε μια βόλτα.
Σου είπαν τον καφέ χτες;
Γνέφω καταφατικά. Κι έλεγα τόσα χρόνια εξέλιξη εκεί στην Ευρώπη κάτι θα έχετε μάθει. Το αντίθετο, του λέω, τι ζώδιο είσαι; Και τι ζώδιο είναι το κορίτσι σου;
Δεν έχω κορίτσι, μου λέει. Είχα, αλλά δεν έχω πια. Πού θες να πάμε βόλτα; Πάμε στην αγορά;
Γύρισα στο ξενοδοχείο φορτωμένη με ρούχα, φαγητά, ένα διακοσμητικό δελφίνι για το δωμάτιο, ένα παλιό κινητό Ericsson, το ίδιο που είχα όταν τελείωσα το σχολείο, ένα φακό για όταν δεν έχει ρεύμα, μερι­κά μπρελόκ για δώρα, ένα τσάι που λέει νικάει το θάνατο και ένα άδειο τετράδιο να κρατάω σημειώσεις και να ζωγραφίζω. Πριν χωριστούμε λέω στον Χάμπτα να πιούμε μια μπίρα. Bar Africa, πλαστικές καρέκλες, μια μπίρα και μια φάντα, βγάζω το τετράδιο, θα σου κάνω το πορτραίτο σου, του λέω και βάζω τα δυνατά μου. Όταν τελειώνω σκίζω τη σελίδα και του τη δίνω. Δεν έχεις υπογράψει, μου λέει. Γράφω Τέσση farenjo και την ημερομηνία. Έχεις ταλέντο, μου λέει, καλύτερα ζω­­­γραφική παρά αυτό που το πράγμα που το λες μουσική, που ουρλιάζετε και κάνετε θόρυβο να σε πιάνει πο­­­νοκέφαλος. Είσαι γέρος, του λέω και τον σκουντάω. Όταν πήγα στο δωμάτιο, του έστειλα μήνυμα να βγάλει μια φωτογραφία το πορτραίτο και να μου το στείλει. Ήταν αρκετά καλό, είχα πετύχει το βλέμμα και το στό­­μα. Μόνο στη μύτη είχα αποτύχει εντελώς.

Αλέκο, αύριο θα πάω για εξορκισμό. Θα βγάλω το φόρεμά μου, μεταφορικά μιλώντας, άλλωστε δεν φοράω φορέματα, το ξέρεις αυτό, μόνο σορτσάκια και φούστες, γιατί με αγχώνει η ιδέα πως το ρούχο μου είναι ένα ενιαίο κομμάτι ύφασμα και αν χρειαστεί να το βγά­­λω θα πρέπει να το βγάλω όλο. Αλέκο, μου λείπεις. Θέλω να σου πω ότι σε θαυμάζω που είσαι άντρας και δεν είσαι όλα αυτά που είναι οι άλλοι και δεν είσαι γεμάτος πίκρα για όλα αυτά που δεν είσαι αλλά θα μπορούσες να ήσουν και σίγουρα κάποτε σου είπαν ότι έχεις δικαίωμα να γίνεις. Ακαταλαβίστικο αλλά ξέρω ότι ξέρεις τι εννοώ. Με την Τιζιτά χτες λέγαμε πως θα έπρεπε να απαγορεύονται κάποιες δουλειές για άντρες. Κυρίως αυτές που τους δίνουν υπερβολική αυτοπεποίθηση. Εγώ έλεγα πως οι άντρες θα έπρεπε να γίνουν όλοι νηπιαγωγοί ή δάσκαλοι, να προσπαθή­σουν να εξηγήσουν τον κόσμο στους μικρούς, γιατί όλο τον εξηγούν σε μας που έχουμε μάθει να κουνάμε κα­­­ταφατικά το κεφάλι και έτσι νομίζουν πως μας ενδιαφέρουν αυτά που λένε και πως τους δίνουμε τεράστια σημασία. Η Τιζιτά είπε πως το ρίσκο είναι μεγάλο, τι φταίνε τα παιδιά, καλύτερα να μπουν μάγειρες σε εστιατόρια. Τώρα πόσα εστιατόρια θα χρειάζονταν και ποιοι θα έτρωγαν σε όλα αυτά, δεν προλάβαμε να κα­­­­­ταλήξουμε, πάντως βλέπεις την κατεύθυνση της κουβέντας και όπως φαντάζεσαι τη διασκέδασα πολύ, αφού δεν έχω καλύτερο απ’ το να συζητάω με γυναίκες για πατριαρχία. Εδώ θα με κορόιδευες λίγο και μου λείπει που κανείς δεν το κάνει.
Επίσης χτες το βράδυ διάβασα Ρεμπό, είχαμε μια κουβέντα με την Τιζιτά, έμεινε πάνω από δέκα χρόνια εδώ. Κάτσε να σου διαβάσω ένα κομμάτι:

Γίνομαι γεροντοκόρη, αφού μου λείπει το κουράγιο ν’ αγαπήσω το θάνατο!
Αν ο Θεός μου παρείχε την ουράνια, αέρινη γαλήνη, την προσευχή – όπως οι αρχαίοι άγιοι – οι ­άγιοι! ήταν δυνατοί! οι αναχωρητές, καλλιτέχνες σαν αυτούς δεν χρειάζονται πια!
Συνεχής φάρσα! Η αθωότητά μου θα μ’ έκανε να κλάψω. Η ζωή είναι μία φάρσα που την παίζουν όλοι.

Το πιάνεις το κλίμα, ε; Ο Ρεμπό έζησε γύρω στο 1900 αν θυμάμαι καλά. Είναι το αγαπημένο θέμα της Τιζιτά, μου έκανε διάλεξη, γράφει γι’ αυτόν την πτυχιακή της.
Αλλάζω θέμα, περίπου εκατό χρόνια πριν τον Ρεμπό, μια φορά κι έναν καιρό δηλαδή, θα ακολουθήσει παραμύθι, είσαι έτοιμος; Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα όμορφο κορίτσι, πολύ όμορφο, το πιο όμορφο από όλα τα κορίτσια, και ζούσε σε μια μικρή πόλη της Αιθιοπίας με την οικογένειά του. Το κορίτσι αυτό το έλεγαν Μπιλιλέ. Γύρω τους είχε πόλεμο, αλλά αυτή ζούσε ευτυχισμένη με τους γονείς της και με αυτά που απασχολούν ένα κορίτσι δέκα χρονών. Όμως μια μέρα οι εχθροί έφτασαν στο σπίτι τους. Η Μπιλιλέ και η αδερφή της είδαν τον πατέρα τους και τα αδέρφια τους να δολοφονούνται μπροστά στα μάτια τους, είδαν το σπίτι τους να καίγεται, έχασαν ό,τι είχαν και μετά τις έπιασαν αιχμάλωτες. Τότε η Μπιλιλέ έχασε τα ίχνη της αδερφής της για πάντα και η ίδια βρέθηκε σκλάβα στο Κάιρο. Ένα πρωί ή μεσημέρι ή απόγευμα, δεν έχει σημασία, σε ένα παζάρι στο Κάιρο, η Μπιλιλέ στεκόταν όρθια μαζί με άλλες σκλάβες και μπροστά τους περνούσαν οι πιθανοί αγοραστές. Την Μπιλιλέ, που όπως σου είπα ήταν νέα και όμορφη, την αγόρασε ένας Γερμανός πρίγκιπας, και επειδή εντυπωσιάστηκε λέει από την ομορφιά της, την ονόμασε Μαχμπούμπα, που σημαίνει αγαπημένη. Αφού την αγόρασε και κατά συνέπεια του ανήκε, ο πρίγκιπας την πήρε μαζί του στα ταξίδια του στην Αφρική και τη Μέση Ανατολή. Όταν την αγόρασε, η Μαχμπούμπα ήταν περίπου δέκα χρονών, το θυμάσαι αυτό, ε; Στο ημερολόγιό του ο πρίγκιπας περιγράφει με λεπτομέρεια την ομορφιά του κοριτσιού, το οποίο, στην αρχή, το κρατούσε κλειδωμένο σε ένα δωμάτιο γιατί φοβόταν μην του φύγει, αλλά μετά το ερωτεύτηκε και του έδωσε την ελευ­θερία του.
Όταν αγόρασε τη Μαχμπούμπα, ο πρίγκιπας πίστευε πως θα έπρεπε να της μάθει τρόπους, πως είχε να κάνει με ένα άγριο πλάσμα, το οποίο θα έπρεπε να εκπολιτίσει, μιας και το είχε βρει σε ένα παζάρι στο Κάι­ρο και τι τρόπους θα μπορούσε να έχει κάποια που βρέθηκε εκεί, αλλά προς μεγάλη του έκπληξη η Μαχμπούμπα και τρόπους είχε και μάθαινε πολύ γρήγορα. Παρ’ όλα αυτά την έστειλε σε ένα οικοτροφείο στη Βιέν­νη, για κάνει τους τρόπους της ακόμα πιο εκλεπτυσμένους, πιο αριστοκρατικούς, να μάθει όσα έπρεπε να ξέρει ένα κορίτσι της καλής κοινωνίας για να σταθεί δίπλα του επάξια, και στους αριστοκρατικούς κύκλους στους οποίους την παρουσίαζε τη σύστηνε ως πριγκίπισσα από την Αβησσυνία και ως θετό παιδί του.
Αυτός ο πρίγκιπας στα χαρτιά είχε πάρει διαζύγιο από τη γυναίκα του που την έλεγαν Λούσι και παρεμπιπτόντως έτσι ονόμασαν και την πρόγονο του ανθρώπου που βρέθηκε εδώ στην Αιθιοπία, η πρόγονος όλων μας η Λούσι τριών εκατομμυρίων ετών είναι σε μια προθήκη στην Αντίς Αμπέμπα και την έβγαλαν Λούσι γιατί στις ανασκαφές άκουγαν Beatles, αυστραλοπίθηκος σε έναν ουρανό γεμάτο διαμάντια, πίσω στο παραμύθι ο πρίγκιπας και η δική του Λούσι είχαν πάρει διαζύγιο και ο πρίγκιπας έψαχνε μια άλλη γυναίκα, καινούργια, πιο πλούσια, γιατί τους είχαν τελειώσει τα λεφτά και έτσι θα χρηματοδοτούσαν τη ζωή τους. Στόχος του ήταν να φτιάξει τον πιο όμορφο κήπο στον κόσμο. Έλεγε πως το τοπίο ήταν ο καμβάς και εκείνος ο ζωγράφος, κι έτσι για χρόνια διαμόρφωνε το κτήμα του στη Γερμανία, όπου το έδαφος ήταν αμμώδες και χρειαζόταν πολλή δουλειά, όχι δική του προφανώς, άλλοι δούλευαν αλλά οι ιδέες ήταν δικές του, είχε λοιπόν διαμορφώσει ένα τοπίο με βουνά, λόφους και νερά. Για να το κάνει αυτό είχε ξεριζώσει αμέτρητα δέντρα, είχε αλλάξει τη φορά της κοίτης ενός ποταμού, είχε δημιουργήσει δύο τεχνητές λίμνες, μία στα δεξιά και μία στα αριστερά του παλατιού, είχε αγοράσει μάλιστα και ένα δρόμο για να μπορέσει να διώξει όλους τους ανθρώπους που έμεναν εκεί, ώστε να μην καταστρέφεται η ομορφιά του τοπίου από την ανθρώπινη παρουσία. Αυτός ο τύπος ήταν, οπότε κανείς δεν αναρωτιέται γιατί αγόρασε ένα κορίτσι σε ένα παζάρι.
Εντωμεταξύ η πρώην γυναίκα του δεν ήθελε να έρθει η Μαχμπούμπα στο κάστρο τους στη Γερμανία, και αυτό είναι μάλλον κατανοητό, μιας και το κορίτσι εν­­­τω­­­μεταξύ είχε γίνει δεκαέξι χρονών, ήταν όμορφο και εξωτικό, και ο πρίγκιπας το αποθέωνε παντού, αλλά κάποια στιγμή η Μαχμπούμπα αρρώστησε και έτσι η (πρώην) γυναίκα του πρίγκιπα υποχώρησε και τη δέ­­­χτηκε στο παλάτι του(ς). Ένας μεγαλομανής, μια σκλά­­­βα και η πρώην γυναίκα του, το τέλειο υλικό για ιστορία τρόμου. Τελικά η Μαχμπούμπα πέθανε στη Γερ­­­μανία σε ηλικία δεκαέξι ετών. Πάνω στον τάφο της είναι μια ραγισμένη καρδιά από πέτρα, σαν αυτές που χαρίζαμε στην καλύτερή μας φίλη στο δημοτικό, που η καθεμιά κρατούσε το μισό που της αναλογούσε ως ένδειξη απόλυτης πίστης στο άλλο μισό. Κι έτσι η Μαχμπούμπα θα έχει για πάντα από πάνω της την πέτρινη ραγισμένη καρδιά του πρίγκιπα. Και τώρα πες μου εσύ, είναι ρομαντική ιστορία αυτή;

Αγάπη σημαίνει ζέστη, γιαγιά
Αγάπη σημαίνει μοναξιά, παιδί μου
Χωρίς αγάπη είμαι μόνη, γιαγιά
Χωρίς αγάπη είμαι αυτή που έγινα, παιδί μου
Ο γάμος είναι φυλακή, γιαγιά
Ο γάμος γίνεται ευκαιρία, παιδί μου
Ταξίδι σημαίνει ευκαιρία, γιαγιά
Ευκαιρία σημαίνει τύχη, παιδί μου
Ντίρε Ντάουα σημαίνει κόκκινα δέντρα, γιαγιά
Ντίρε Ντάουα σημαίνει σωτηρία, παιδί μου

Bar Africa, μπλε φως, πλαστικές καρέκλες, φιστίκια και κόκα κόλα. Βγάζω τα τσόφλια, τα μαζεύω σε ένα πιάτο, τα θρυμματίζω. Αύριο θα πάμε στα βουνά. Η Τιζιτά θα μου δείξει μια εκκλησία και θα γιατρέψει τη μοναξιά μου. Γυρνάω τη μηχανή προς το πρόσωπό μου, τελευταίο κλικ θλίψης.