Προσφορά!

Deepfake

του Μάκη Μαλαφέκα

, ,

O Μιχάλης Κρόκος επιστρέφει. Μια ζεστή μέρα στις αρχές του καλοκαιριού δέχεται μια ασυνήθιστη επίσκεψη. Προκειμένου να σώσει μια φίλη του, παρεισφρέει ως κειμενογράφος σε μια ακροδεξιά οργάνωση και περιφέρεται στο αθηναϊκό κέντρο του τουρισμού και του εξευγενισμού, συνειδητοποιώντας ότι τώρα τα πράγματα έχουν αλλάξει.

«Έπρεπε να γράψω ένα λάθος μυθιστόρημα. Ο αφηγητής παρασέρνει τον ήρωα σ’ όλα τα αδιέξοδα, σ’ όλα τα λάθη, τα περιγράφει και λάθος από πάνω, εκτιμά λάθος την εποχή του, τις καταστάσεις όλες, και στο τέλος ο ήρωας πεθαίνει γιατί δεν μπορεί να γίνει τίποτα άλλο. Και πεθαίνει κι ο αφηγητής. Όλοι. Πεθαίνουν όλοι με φριχτό τρόπο, το λάθος μυθιστόρημα ξεχνιέται, και μετά από χρόνια το βρίσκει σε καλάθι ένας άλλος αφηγητής. Κάνει πλέον μισό ευρώ, αλλά δεν το αγοράζει καν.»

Εκκαθάριση

ο συγγραφέας

Μαλαφέκας Μάκης

Ο Μάκης Μαλαφέκας γεννήθηκε το 1977 στην Αθήνα. Σπούδασε ιστορία της τέχνης και κοινωνική ανθρωπολογία. Παρουσίασε σεμινάρια στη Σορβόννη για την ιστορία του ευρωπαϊκού κόμικς, και εργάστηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών του Παρισιού. Έχει αρθρογραφήσει στο «9» της Ελευθεροτυπίας, στη Libération, στη Lifo και σε άλλα έντυπα.
Το Deepfake είναι το τρίτο βιβλίο περιπετειών του Μιχάλη Κρόκου, μετά το Δε λες κουβέντα (Μελάνι 2018) και τη Μεσακτή (Μελάνι 2020). Ζει και εργάζεται στις Βρυξέλλες και στην Αθήνα.

Επισκεφθείτε τη σελίδα του συγγραφέα

Το σελφ σέρβις στον τελευταίο όροφο του Hondos στην Ομόνοια λουζόταν στον καυτό μεσημεριανό ήλιο, αλλά τα τέσσερα αιρκοντίσιον πίσω απ’ τη διπλή τζαμαρία δούλευαν σαν μουλάρια και κρατούσαν σταθερά το μικροκλίμα στους εικοσιπέντε εικοσιέξι. Μέσα, μόνο εργαζόμενοι της επιχείρησης σε διάλειμμα, ζευγαράκια άλλης εποχής που είχαν σχεδόν βάλει τα καλά τους για να ’ρθουν εδώ να φάνε ταλιατέλες μπολονέζ πεντέμισι ευρώ, και δυο τρεις παππούδες με σπράιτ, Espresso απλωμένη στη μαύρη λάκα του τραπεζιού και ήχο κλήσης στο τέρμα. Τον είχα εντοπίσει βέβαια τον έναν κουλ χι­­πστερά, εκεί στα ανατολικά σεπαρέ προς Λυκαβηττό, με τη βερμούδα και το φαρδύ πουκάμισο και τα κοκάλινα γυαλιά Έλτον Τζον να αγναντεύει μελαγχολικά το υπερπέραν, σημάδι ότι σε τρεις μήνες ο ένας θα ’χει γίνει πέντε και σύντομα θα πέσει κι αυτό το κάστρο, αλλά προς το παρόν η θεϊκή καφέ-σνακ αποχαύνωση, η μηδέν μουσική και το πλαστικό δάπεδο με τις στρογγυλές τάπες έδιναν τη μάχη του ουρανού της Αθήνας και νι­­­κούσαν.
Με τον Μάνο πηγαίναμε Ομόνοια βασικά για κείνο το μπιλιαρδάδικο στη στοά, στο υπόγειο, πολύ πριν απ’ όλα αυτά, πριν γίνει δικηγόρος, πριν περάσει καν Νομική κι εγώ πάω Παρίσι. Πριν τη λέξη Hondos. Αυτό το μπιλιαρδάδικο, που τώρα κανείς απ’ τους δυο μας δεν θυμόταν το όνομά του, αν είχε και όνομα δηλαδή, αυτό με τα δύο πινγκ πονγκ στο βάθος, παρόλο που ήταν τε­­­­λείως γάμησέ τα, γιατί εμείς το προλάβαμε στα βαριά τελειώματα, μας έκανε να κολλήσουμε τότε στα δεκάξι μας με την ατμόσφαιρα της φέτας Κάνιγγος-Ομόνοια που δεν περπατιόταν απ’ τον κόσμο ανάμεσα στο υπουργείο Εργασίας, τα εισιτήρια για τα ντέρμπι στη μαύρη σε κάθε γωνία και τα πενήντα χιλιάδες φροντιστήρια, και να ’ρχόμαστε ακόμα, πού και πού, για τον έναν καφέ το δίμηνο. Καφέ και ζελέ.
«Ναι μωρέ, τα άκουσα… Είμαστε σίγουροι ότι είναι αυθεντικά;»
«Σίγουροι… Τι σίγουροι; Δεν υπάρχει αυτό. Πείθει τρελά πάντως. Είναι ακριβώς στο ίδιο στυλ, με τον ίδιο ρυθμό…»
«Δεν ξέρω. Μου φαίνεται ότι μιλάει λίγο διαφορετι­κά, βάζει μέσα κάτι άλλες εκφράσεις…»
«Ναι, υποτίθεται ότι είναι λίγο πιο μετά αυτές οι φάρ­­­σες. Δηλαδή σκέψου ότι, βάσει της ισοτιμίας δραχ­­­μής-δολαρίου, η φάρσα με τα χίλια δολάρια είναι το ’97, κι όλες οι άλλες μάλλον εκεί γύρω. Ε, αυτές εδώ οι δύο φάρσες είναι υποτίθεται γύρω στο 2000-2001, εκεί. Γιατί λέει για τον Καρεμπέ στον Γαύρο, σκάνδα­­­λο Χρηματιστηρίου, τέτοια πράγματα. Είναι πιο μετά. Και άρα μπορεί να έχει αλλάξει λίγο ο τρόπος που μιλάει».
«Και για τον Κεντέρη».
«Χεχέ… Ναι, μπράβο, και για τον Κεντέρη. Οπότε είναι μετά τους Ολυμπιακούς του Σίδνεϊ».
«Και πού τις βρήκε, είπαμε;»
«Ο Αγγελάκος; Τρέχα γύρευε. Αυτός λέει ότι ανέβηκαν μόνο για λίγες ώρες σε έναν άσχετο λογαριασμό στο reddit που αμέσως μετά εξαφανίστηκε, κι ότι όποιος πρόλαβε τις κατέβασε. Κι ένας απ’ τους πέντε δέκα είναι γνωστός του, φρικιό κομπιουτεράς, και του τις έστειλε. Αλλά δες το λίγο… Δύο χαμένες φάρσες του Φουσέκη, τώρα, έτσι ξαφνικά, απ’ το πουθενά. Μέ­­­σα σ’ όλη αυτή τη μαλακία και τη σαπίλα και το ξεπού­­λη­­­μα, κάτι είναι, μη μου πεις τώρα. Το παρελθόν επιστρέφει και εκδικείται, Κρόκο! Βάζει τα πράγματα στη θέση τους!» είπε ο Μάνος, ακολουθώντας με μια αργή κίνηση του χεριού τον ορίζοντα του λεκανοπεδίου. «Χρυ­­σός στο σκοτάδι, μπέιμπι. Φουσέκης».
Θρυλικός φαρσέρ του τότε όταν κάποτε. Ξέραμε απέξω και τις έντεκα φάρσες που κυκλοφορούσαν, την κάθε φράση. Και ήταν όντως σοκ αυτές οι δυο καινούργιες. Έδινε ρέστα. Αλλά ο Μάνος ήταν παρανοϊκά αισιόδοξος. Εμένα ο ορίζοντας μου φαινόταν ακριβώς ίδιος με χθες και προχθές, φως και μπετόν, ο γνωστός φοίνικας από κάτω και δύο γλάροι να κάνουν κύκλους πάνω απ’ τις ταράτσες της Αγίου Κωνσταντίνου χωρίς να κουνάνε τα φτερά τους. Κανένας χρυσός δεν έλαμπε στο σκοτάδι και κανένα ξεθαμμένο ηχητικό του Φουσέκη δεν θα έσωζε κάποιον μαλάκα εκεί έξω απ’ τη μαλακία του. Ούτε απ’ τη σαπίλα και το ξεπούλημα, αν σήμαιναν κάτι όλα αυτά.
«Χρυσός φοίνικας», είπα τρίβοντας τα μάτια μου κάτω απ’ τα ρέιμπαν. Το κινητό του έκανε μια δυνατή δόνηση.
«Όπα. Εδώ είμαστε. “Γιάννης Δελ”, ο Δελαπόρτας», είπε ο Μάνος. «“Έχω να τον δω δεκαπέντε χρόνια, πού τον θυμήθηκες;”» διάβασε μηχανικά. «Μάλιστα. Περιμένουμε».

Πήγα για κατούρημα. Στις τουαλέτες, δίπλα στον καθρέφτη, ένα σύνθημα με μαρκαδόρο έλεγε «ΤΣΙΟΔΡΑ ΣΕ ΘΕΛΩ ΣΦΟΔΡΑ», κάποιος είχε γράψει «ΔΕΝ» με στιλό μετά το «ΤΣΙΟΔΡΑ», και κάποιος άλλος είχε δια­γρά­­­ψει με άλλο μαρκαδόρο το «ΣΕ ΘΕΛΩ ΣΦΟΔΡΑ» και είχε γράψει «ΠΟΥΣΤΗ ΓΑΜΙΕΣΑΙ», και τελικά έλεγε «ΤΣΙΟΔΡΑ ΔΕΝ ΠΟΥΣΤΗ ΓΑΜΙΕΣΑΙ». Από κάτω, ένα σκισμένο αυτοκόλλητο με διαφήμιση λογιστικού-­φο­­ροτεχνικού γραφείου έλεγε «Ενάρξεις – Μεταβολές – Διακοπές».
Όταν γύρισα, είχαν έρθει άλλες δύο απαντήσεις, κι οι δύο αρνητικές. Κανείς δεν είχε δει τον Πλασκοβίτη εδώ και πολύ καιρό. Κάθισα να τελειώσω το ζελέ. Ήρθε άλλη μία ειδοποίηση.
«Στ’ αλήθεια, τώρα, θες να το κάνεις αυτό;» με ρώτησε κοιτάζοντας την οθόνη του.
«Τον Πλασκοβίτη, και βλέπουμε».
«Γιατί; Μη μου πεις τα λεφτά σε παρακαλώ».
«Καταρχήν, γιατί να μη σου πω τα λεφτά; Πέντε κατοστάρικα τη μέρα ό,τι και να γίνεται; Μαλάκα, ξέρεις πόσα προβλήματα λύνω;»
«Κατ’ αρχάς», είπε και με κοίταξε λοξά, περιμένοντας μάλλον να τον βρίσω. Τον κοίταξα κι εγώ λοξά, ανέκφραστος.
«Τι λέει το μήνυμα;» ρώτησα.
«Σ’ τον βρήκα. Δανάη Μαλτέζου, παλιά του γκόμε­να που κράτησε λέει επαφή μέχρι πρόσφατα: “Ξέρω ότι μένει στην Καλλιθέα με μια θεία του. Δεν έχω τηλ”. Αλλά δίνει μια διεύθυνση».
«Ωραία, στείλ’ τη μου».
Μου ’στειλε το μήνυμα όπως ήταν. Κι ύστερα ξανασήκωσε το βλέμμα και με κοίταξε πάλι λοξά, ακριβώς όπως πριν. Δεν μίλησε καθόλου, ούτε κι εγώ.
Δεν γίνεται να μην το κάνω, Μανόλο. Είναι φορσέ. Θα μπει η άλλη μέσα, καταλαβαίνεις; Και μου το ζητάει. Έρχεται στην πόρτα μου και μου το ζητάει. Αλλά είναι και το άλλο. Σκέψου. Βιβλίο. Μυθιστόρημα. Και μάλιστα επιδοτούμενο. Μια ανώμαλη υποτροφία απ’ το ζεστό χρήμα μιας ψυχαναγκαστικής μαντάμ απ’ το πουθενά που σου φέρνει μαζί πακέτο και την ατμόσφαι­ρα και την ίντριγκα. Ένα πρόσωπο απ’ το παρελθόν, υπόκοσμος, μια άγνωστη με πεντακοσάρικα στο διάδρομο της πολυκατοικίας σου… Ή τώρα ή ποτέ. Τέσσερα χρόνια χωρίς βιβλίο είναι πολλά. Σε λίγο θα είναι οχτώ και μετά τέλος, έτσι πάει. Σώζω τη Ρεβέκκα και ταυτόχρονα μπαίνω στους Hells Angels, πίνω, ρουφάω, άσπρο πάτο, και βγαίνω να γράψω. Και σιγά τους μαλάκες στην τελική. Σιγά τα τσουτσέκια του Τσεχλεντίδη. Τι θα γίνει; Τι θα μου κάνουν, και γιατί; Ένας συγγραφέας είμαι που ψάχνει για δουλειά. Ένας συγγραφέας που ψάχνει για δουλειά.
Ο Μάνος συνέχιζε να με κοιτάζει λοξά μες στη σιωπή και τους μονότονους ήχους απ’ τα κινητά των παππούδων και της ταμειακής μηχανής του σελφ σέρβις.
«Άντε, πάμε να φύγουμε», είπε.

Το βράδυ έπεσα νωρίς. Το λάπτοπ στην άκρη του κρεβατιού έδειχνε την Άμπερ Χερντ να κλαίει δίχως δάκρυα και τον Τζόνι Ντεπ να πίνει καφέ από ένα τσίγκινο παγούρι. Πρέπει να είδα εφιάλτες, αλλά ο ύπνος ήταν βαθύς κι έτσι το επόμενο πρωί δεν θυμόμουν σχεδόν τίποτα. Μόνο ότι ήθελα, λέει, να κλείσω το λάπ­τοπ κι αυτό δεν έκλεινε, και στην οθόνη έβλεπα ν’ ανοίγουν αυτόματα όλα τα αρχεία από οτιδήποτε είχα γρά­ψει ποτέ στη ζωή μου, και να σβήνουν μία μία απ’ το τέλος προς την αρχή όλες οι λέξεις, οι φράσεις κι οι επικεφαλίδες.