ISBN | 978-618-5267-56-8 |
---|---|
Σελίδες | 336 |
Σχήμα | 12 × 1.8 × 20 cm |
Τιμή | Original price was: €17.00.€11.90Η τρέχουσα τιμή είναι: €11.90. |
Κυκλοφορία | Απρίλιος 2022 |
Έκδοση | 1η |
Επιμέλεια | Κώστας Σπαθαράκης, Εύα Πλιάκου |
Σχεδιασμός εξωφύλλου | Μάρω Κατσίκα |

Αρνητικό φορτίο
των Γιάννη Κτενά, Στέφανου Μπατσή,
discount30percent, ΔΟΚΙΜΙΟΔΕΚΑΤΡΙΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΙΣΕΛ ΟΥΕΛΜΠΕΚ
Ο Μισέλ Ουελμπέκ δεν είναι μόνο ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της εποχής μας, αλλά και σημείο αντιλεγόμενο, μια διαρκής αφορμή για αντεγκλήσεις, διαμάχες και συζητήσεις σχετικά με τα όρια ανάμεσα στην πρόκληση και το σκάνδαλο, την ειρωνεία και τη συντηρητική κοινοτοπία, τη λογοτεχνία και την ιδεολογία. Τα κείμενα του τόμου αυτού επιχειρούν να περιγράψουν τους όρους μιας τέτοιας δημιουργικής συζήτησης, η οποία μπορεί να μας αποκαλύψει τα σύγχρονα ζητούμενα από τη γλώσσα και το περιεχόμενο της λογοτεχνίας, να μας βοηθήσει να αντιληφθούμε το όριο του πολιτικά ορθού και να συλλάβουμε το πνευματικό και πολιτικό πλαίσιο εντός του οποίου κινείται το έργο του Μισέλ Ουελμπέκ.
Γράφουν οι: Χρήστος Γροσδάνης, Γιάννης Καλογερόπουλος, Γιώργος Καράμπελας, Μάριος Κατρίτσης, Γιάννης Κτενάς, Νασία Λινάρδου-Μπλανσέ, Γιάννης Μπαλαμπανίδης, Στέφανος Μπατσής, Κώστας Περούλης, Στέφανος Ρέγκας, Αντιγόνη Σαμέλα, Στάθης Στασινός, Κωνσταντίνος Χατζηνικολάου
«Σε αντίθεση με τη μουσική, σε αντίθεση με τη ζωγραφική, σε αντίθεση επίσης με τον κινηματογράφο, η λογοτεχνία μπορεί να απορροφήσει και να χωνέψει απεριόριστες ποσότητες παρωδίας και χιούμορ. Οι κίνδυνοι που την απειλούν σήμερα δεν έχουν καμία σχέση με όσους απείλησαν και μερικές φορές κατέστρεψαν τις άλλες τέχνες· έχουν πολύ περισσότερο να κάνουν με την επιτάχυνση των αντιληπτικών και αισθητηριακών παραστάσεων που χαρακτηρίζει τη λογική του σουπερμάρκετ. […] Με όλες τις δυνάμεις της (που είναι μεγάλες), η λογοτεχνία αντιτίθεται στην ιδέα της διαρκούς επικαιρότητας, του διηνεκούς παρόντος. Τα βιβλία θέλουν αναγνώστες· οι αναγνώστες όμως πρέπει να έχουν μια ύπαρξη ατομική και σταθερή: δεν μπορούν να είναι καθαροί καταναλωτές, καθαρά φαντάσματα· πρέπει επίσης να είναι, κατά κάποιον τρόπο, υποκείμενα.»
– Μισέλ Ουελμπέκ
Αυτός ο συλλογικός τόμος για τον Μισέλ Ουελμπέκ δεν είναι καρπός ενός ειδικού ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος. Υπάρχουν σίγουρα πολύ καταλληλότεροι από τους επιμελητές του για να σχεδιάσουν ένα πόνημα που θα εντάσσει το ουελμπεκικό έργο στην ιστορία της γαλλικής και, ευρύτερα, της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας, θα αναδεικνύει τις επιρροές του, θα φωτίζει την αλληλεπίδρασή του με ποικίλα ρεύματα σκέψης ή θα αναδεικνύει τη «διακειμενικότητα» που το χαρακτηρίζει.
Την ίδια στιγμή, ενώ ορισμένοι από τους συμμετέχοντες και τις συμμετέχουσες ειδικεύονται πράγματι στη λογοτεχνική θεωρία και ανάλυση, για την πλειονότητα των συγγραφέων των κειμένων που απαρτίζουν τη συλλογή, αυτό δεν ισχύει: προέρχονται από τους χώρους της πολιτικής θεωρίας, της ψυχανάλυσης, της νομικής, της φιλοσοφίας – πεδίων που τέμνονται μεν πολύ συχνά με τη λογοτεχνία, αλλά δεν βρίσκονται αναγκαστικά στην καρδιά της.
Ο δρόμος που ακολουθήσαμε στο βιβλίο δεν ήταν λοιπόν αυτός της ειδημοσύνης. Ήταν, πολύ περισσότερο, εκείνος του παράδοξου πάθους. Όντας οι ίδιοι μανιώδεις αναγνώστες των μυθιστορημάτων του Ουελμπέκ, νιώθαμε πως κάθε συζήτηση για το περιεχόμενο του έργου του ενείχε εξίσου τις πιθανότητες της συνωμοτικής συνάντησης ανθρώπων που μοιράζονται μια ένοχη απόλαυση, της εκτροπής της κουβέντας σε ασύμπτωτες πολεμικές, αλλά και ενός ανασηκώματος του κεφαλιού εν είδει νουθεσίας· αυτό μας δημιουργούσε ένα δισταγμό. Στη συγκεκριμένη στάση είχαν συντελέσει διάφορα περιστατικά, από εκείνα που ποτέ δεν λείπουν στους κύκλους πέριξ της διανόησης: έχοντας μόλις αναφερθεί με θετικό τρόπο σε ένα κείμενο του συγγραφέα, δεν ήταν λίγες οι φορές που βρεθήκαμε αντιμέτωποι με την έκπληξη, την αγανάκτηση, αν όχι και την απαξίωση από τη μεριά του συνομιλητή μας. Πώς ήταν δυνατόν να ανεχόμαστε αυτόν τον δηλωμένο μισάνθρωπο, τον κατεξοχήν λογοτεχνικό εκπρόσωπο του αντιπροοδευτικού, ισλαμοφοβικού, σεξιστικού λόγου;
Σιγά σιγά ωστόσο διαπιστώσαμε πως αυτή ήταν μόνο η μία όψη της κατάστασης. Πράγματι, στις πιο αναπάντεχες περιστάσεις, μέσα από φράσεις ξεσηκωμένες από τα βιβλία του ή και από ανοιχτές δηλώσεις λογοτεχνικής συμπάθειας, ανακαλύπταμε ότι υπάρχουν άνθρωποι που στέκονται πολύ κοντά μας πολιτικά, ηθικά και αξιακά, και ταυτόχρονα διαβάζουν το ουελμπεκικό έργο συστηματικά. Να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι: οι εν λόγω άνθρωποι δεν έβρισκαν απλώς στις σελίδες του Γάλλου ένα κάποιο ενδιαφέρον· συχνά αποδεικνύονταν φανατικοί αναγνώστες του, πρόθυμοι να συζητήσουν για ώρες για τους ήρωες και την πλοκή της Επέκτασης, της Υποταγής ή του Χάρτη, άπαξ και ανακάλυπταν ότι ο συνδαιτυμόνας τους δεν θα τους κρίνει υπερβολικά αυστηρά.
Κατά μία έννοια, λοιπόν, ο ανά χείρας συλλογικός τόμος είναι μια προσπάθεια να αναλυθεί αυτό το παράδοξο. Πώς γίνεται άνθρωποι που –χωρίς φυσικά να ταυτίζονται στις πολιτικές τους τοποθετήσεις και δεσμεύσεις– στέκονται κριτικά απέναντι σε ορισμένες όψεις της κυρίαρχης κοινωνικοοικονομικής θέσμισης, να γοητεύονται σε τέτοιο βαθμό από τα βιβλία ενός συγγραφέα του οποίου οι ήρωες, αν τουλάχιστον πάρουμε τα λόγια τους τοις μετρητοίς, φαίνονται να ενσαρκώνουν τις χειρότερες όψεις του σημερινού κόσμου; Πώς είναι δυνατόν να μας γοητεύουν οι σειρήνες ενός λογοτέχνη πολιτικά τόσο προβληματικού; Γιατί οι κατηγορίες ενάντια στον Ουελμπέκ δεν είναι αβάσιμες, τουλάχιστον όχι σε ένα επίπεδο. Μετρ της πρόκλησης, ακριβέστερα της προβοκάτσιας, ο Ουελμπέκ δεν διστάζει καθόλου να υπερβάλει, να ωθήσει τα πράγματα στα άκρα, για να χτυπήσει τους αντιπάλους του εκεί που πονάνε.
«Είμαι ισλαμοφοβικός; Πιθανότατα ναι». «Για κάνα τέταρτο, δεν σταματήσανε ν’ αραδιάζουν κοινοτοπίες. Πως είχε κάθε δικαίωμα να ντύνεται όπως γουστάρει, και πως αυτό δεν είχε τίποτα να κάνει με την επιθυμία της τάχα ν’ αποπλανά τους άντρες, και πως το ’κανε μόνο και μόνο για δική της ευχαρίστηση, για να νιώθει καλά μες στο πετσί της κ.λπ. Τα τελευταία θλιβερά κατάλοιπα της παρακμής του φεμινισμού». «[T]ο μόνο εναπομείναν περιεχόμενο της αριστεράς εκείνα τα χρόνια ήταν ο αντιρατσισμός, ή για την ακρίβεια, ο ρατσισμός εναντίον των λευκών».
Είναι σαφές πως αυτές οι θέσεις, όπως και πολλές παρόμοιες που συναντά κανείς στα βιβλία του μυθιστοριογράφου, δεν μπορούν να γίνουν δεκτές στην ονομαστική τους αξία και πως, διατυπωμένες έτσι, απηχούν κάτι το απαράδεκτο. Δεν ξέρουμε αν ο ίδιος ο Ουελμπέκ τις συμμερίζεται στ’ αλήθεια – καθώς δεν είναι αυτονόητο ότι κάθε πεποίθηση που εκφράζει ένας λογοτεχνικός ήρωας είναι και πεποίθηση του δημιουργού του. Ωστόσο, το ζήτημα δεν έχει ιδιαίτερα μεγάλη σημασία για μας. Αυτό που έχει σημασία είναι αν μπορούμε, σε μια εποχή που δίνει –ενίοτε εμμονικά– μια σχεδόν απόλυτη προτεραιότητα στην ορθή και τη ρητή διατύπωση, να κινηθούμε ανάμεσα στις γραμμές, να ξεφύγουμε από την καθήλωση στην ευπρέπεια και την κοσμιότητα του γράμματος και να ανιχνεύσουμε τι είναι αυτό που κάνει ένα λογοτεχνικό έργο σπουδαίο, ενάντια ή και χάρη στις απαράδεκτες εκφράσεις και διατυπώσεις.
Αν κάνουμε λόγο για τη σπουδαιότητα του λογοτεχνικού έργου του Ουελμπέκ, αυτό συμβαίνει γιατί για μας αποτελεί μια εναρκτήρια βάση, μια απαραίτητη προϋπόθεση για όσα θα ακολουθήσουν. Μπορεί φυσικά κανείς να επιχειρηματολογήσει καλύτερα ή χειρότερα υπέρ της ή κατά της. Από τη μεριά μας, θα επιμέναμε οπωσδήποτε στον μοναδικό τρόπο του συγγραφέα να διαλέγει τα θέματά του, να ισορροπεί αριστοτεχνικά ανάμεσα στο ευτελές και στο βαθύ, να ειρωνεύεται και να σπάει πλάκα, να σμιλεύει δρόμους ανάμεσα στο υπαρξιακό και το τετριμμένο, να αναπαράγει άψογα το ύφος μιας πληθώρας μορφών λόγου που μας κατακλύζουν –τεχνικά εγχειρίδια, διαφημιστικά φυλλάδια, κατάλογοι και ιστοσελίδες κάθε είδους υπηρεσιών και εφαρμογών–, να ανακαλύπτει την τρυφερότητα στην καρδιά της σκληρότητας, χωρίς ωστόσο να αφήνει τον αναγνώστη να ξεφύγει προσφέροντάς του κάποιου είδους δικαίωση ή παραμυθία. Εντούτοις, οι κρίσεις περί της σημασίας και της ομορφιάς ενός καλλιτεχνικού έργου ανοίγουν σχεδόν πάντοτε ένα πεδίο διαμάχης και αντικρουόμενων προσεγγίσεων και δεν μπορούμε να ελπίζουμε ότι κάποιος που δεν έχει πειστεί για τη λογοτεχνική σημασία του Ουελμπέκ θα πειστεί από τα παραπάνω ή από όσα έπονται. Δηλώνουμε απλώς ότι η κατά τη γνώμη μας μεγάλη συγγραφική αξία του έργου του προϋποτίθεται από τα κείμενα που ακολουθούν, αφού η λογοτεχνία περιέχει πάντα κάτι το μη αναγώγιμο στις ιδέες, τις θεωρίες, τις απόψεις, τις οσοδήποτε εμβριθείς αναλύσεις που περιλαμβάνονται ή αναφέρονται σε αυτήν.
Από την άλλη μεριά, παρότι η λογοτεχνία δεν ανάγεται σε ιδέες, δεν μπορεί και να διαχωριστεί από αυτές. Δεν είναι δυνατόν, ιδίως όταν μιλάμε για το μυθιστόρημα, να αφήσουμε εκτός συζήτησης τον τρόπο με τον οποίο ο συγγραφέας συλλαμβάνει και περιγράφει τα θέματά του, τον τρόπο με τον οποίο αποτυπώνει την εποχή στην οποία ανήκει. Και ο Ουελμπέκ είναι ένας συγγραφέας που ως προς αυτό τα πάει περίφημα. Για να το πούμε κάπως σχηματικά, αν ο Μπαλζάκ, στον οποίο τόσο συχνά αναφέρεται ο ίδιος, αποτέλεσε τον συγγραφέα που συνέλαβε το πνεύμα της αστικής κοινωνίας, αν ο Κούντερα είναι εκείνος που έγραψε το μυθιστόρημα της Ευρώπης που ζούσε στην καρδιά και στον απόηχο του «υπαρκτού σοσιαλισμού», τότε ο Ουελμπέκ είναι ο λογοτέχνης που έχει αδράξει την πεμπτουσία της σημερινής κοινωνίας· της εποχής του νεοφιλελευθερισμού, του γενικευμένου ανταγωνισμού και της ψηφιακής διασυνδεσιμότητας.
Ζούμε άραγε πράγματι σε μια τέτοια κοινωνία και εποχή, όπως την παρουσιάζει ο Ουελμπέκ; Ο νεοφιλελευθερισμός έχει απλώσει τα πλοκάμια του σε κάθε περιοχή της ζωής, διαλύοντας όλους τους κοινωνικούς δεσμούς και αφήνοντας τα άτομα να περιπλανιούνται σαν στοιχειώδη σωματίδια που συγκρούονται στο κενό; Ο δυτικός πολιτισμός πνέει τα λοίσθια, ωθούμενος στις αναγκαίες συνέπειες των αρχών που τον διαπνέουν; Η τεχνολογική αθανασία, η γενετική τροποποίηση και τα προβλήματα που τις συνοδεύουν είναι το επικείμενο και αναπόφευκτα τελικό ιστορικό στάδιο της ανθρωπότητας; Έχουν εκλείψει οι ιστορικές συνθήκες δυνατότητας του έρωτα και της ευτυχίας, όπως φαίνεται να πιστεύει ο λογοτέχνης;
Σίγουρα όχι. Δεν είναι όλοι οι άνδρες και όλες οι γυναίκες μεσαία ή ανώτερα στελέχη πολυεθνικών ή υπηρεσιών, δεν ζουν με αντικαταθλιπτικά, δεν στερούνται τις χαρές της οικογενειακής ζωής και της φιλίας. Εκατομμύρια άνθρωποι εμπλέκονται καθημερινά σε σχέσεις προκαπιταλιστικές, μη καπιταλιστικές, αντικαπιταλιστικές. Η κοινωνικότητα δεν έχει πεθάνει, το διαπιστώνει κανείς κάνοντας μια βόλτα στις πλατείες και βλέποντας τα απροσχεδίαστα παιχνίδια των παιδιών. Οπωσδήποτε βιώνουμε μια περίοδο γενικευμένης, πολυεπίπεδης και παρατεταμένης κρίσης, αλλά εξακολουθούμε να ερωτευόμαστε και να βρίσκουμε, έστω σπάνια, νησίδες ευτυχίας, ενώ η πολιτισμική κατάρρευση και η τεχνολογική ολοκλήρωση παραμένουν ακόμη ενδεχόμενα. Συνεπώς, όσοι σημειώνουν ότι η ματιά του Ουελμπέκ είναι απόλυτη, υπερβολική και υπέρμετρα απαισιόδοξη έχουν φυσικά με μία έννοια δίκιο.
Βρισκόμαστε για ακόμα μία φορά αντιμέτωποι με την τάση του συγγραφέα να ωθεί τα πράγματα στα άκρα. Η τέχνη του Ουελμπέκ είναι μια τέχνη της παρόξυνσης. Το ιδιαίτερο γνώρισμα ωστόσο αυτής της τέχνης είναι ότι η εν λόγω παρόξυνση, η εν λόγω εξώθηση στα άκρα, παραδόξως πολλές φορές δεν διαστρεβλώνει την εικόνα του σύγχρονου κόσμου, αλλά την κάνει να εμφανίζεται στην πιο καθαρή της μορφή, να εκκρίνει σαν εκχύλισμα τη βαθύτερη ουσία της. Εξού και η «προφητική» διάσταση την οποία πολλοί αποδίδουν στο έργο του. Έχοντας μια έμφυτη ικανότητα να διακρίνει το ουσιώδες, ο συγγραφέας είναι σε θέση να εντοπίζει θεμελιώδεις τάσεις και δυναμικές που υπάρχουν ήδη στο σήμερα και να τις τεντώνει μέχρι τις έσχατες συνέπειές τους, με αποτέλεσμα αρκετά συχνά, αφού περάσουν κάποια χρόνια, να βλέπουμε παραλλαγές των ιστοριών του να ξεδιπλώνονται μπροστά στα μάτια μας.
Κρίνουμε πως αυτή η διάσταση της λογοτεχνίας του, από κοινού με την απολαυστικότητα της γραφής του, μπορούν ίσως να ξετυλίξουν το μίτο μιας απάντησης στο γρίφο της γοητείας που μας ασκεί ο Ουελμπέκ. Όντας κατά δήλωσή του κοντά στον συντηρητισμό –αν και όχι στην αντίδραση–, δεν συμμερίζεται τις ιδέες, τα συναισθήματα και τους στόχους του φιλελευθερισμού. Ο ίδιος βέβαια δεν έχει τη δύναμη ούτε τη διάθεση να στρατευτεί σε κάποιο πολιτικό πρόταγμα μετασχηματισμού της κοινωνίας – κάτι που πιθανότατα έχει ευεργετικές επιπτώσεις στο λογοτεχνικό έργο του, καθώς τον ωθεί να αποφύγει κάθε διδακτισμό, όπως και την ευκολία της παροχής πολιτικών λύσεων και απαντήσεων στα προβλήματα και τα αδιέξοδα των ηρώων του. Ωστόσο, στο βαθμό ακριβώς που δεν μετέχει στις κυρίαρχες βεβαιότητες και ψευδαισθήσεις, θυμίζει ίσως εκείνους τους αντιδραστικούς οικονομολόγους, για τους οποίους ο Μαρξ έδειχνε μια κάποια συμπάθεια, θεωρώντας πως μπορούν να δουν τα πράγματα πιο καθαρά από τους αστούς συναδέλφους τους, αφού δεν μοιράζονται τις προκαταλήψεις των τελευταίων.
Και κάτι ακόμη περισσότερο: σε μια εποχή κατά την οποία το να «σκέφτεσαι θετικά» έχει καταστεί μια σχεδόν αυτονόητη επιταγή, ο Ουελμπέκ είναι εκείνος που τολμά «να παίρνει πάνω του τα αρνητικά», εκφράζοντας όλες τις ενδόμυχες και απωθημένες σκέψεις μας, την κακία μας, το αρνητικό μας φορτίο, την όψη του εαυτού μας που δεν θέλουμε ή δεν αντέχουμε να βλέπουμε. Σε μια εποχή που η επιθυμία παροξύνεται και η βούληση απισχναίνεται, ο Ουελμπέκ παροξύνει με τη σειρά του πράγματα και καταστάσεις, για να μας συγκινήσει με τα δράματα ανθρώπων που από πολλές απόψεις μας μοιάζουν, ακόμα κι αν δεν το θέλουμε.
Δεν κρίναμε σκόπιμο να ταξινομήσουμε με αυστηρό τρόπο σε νοηματικές ενότητες τα κείμενα που απαρτίζουν τον τόμο και είναι γραμμένα από ανθρώπους με εκλεκτικές συγγένειες, αλλά χωρίς την αυστηρότητα που κομίζει η κοινή επιστημονική πειθαρχία· αυτές οι συνεισφορές άλλωστε επ’ ουδενί δεν εξαντλούν την ανάλυση του ουελμπεκικού έργου και δεν επιλέχθηκαν με στόχο να δημιουργήσουν την εικόνα ενός καλοσχηματισμένου παζλ. Αντίθετα, φωτίζουν πτυχώσεις του σύμπαντος του Ουελμπέκ με οδηγό το προσωπικό γούστο, το υπόβαθρο και την επιθυμία κάθε συγγραφέα.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο ρόλος της θρησκείας ως μεταφυσικής, ατομικής εμπειρίας και συγκολλητικής ουσίας της κοινωνίας αποτελεί την κύρια θεματική του δοκιμίου του Χρήστου Γροσδάνη, ο οποίος στέκεται στους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους το θρησκευτικό φαινόμενο παρουσιάζεται στο έργο του Ουελμπέκ: άλλοτε σε απόλυτη αδυναμία να προσφέρει την παραμικρή παρηγορητική διέξοδο, άλλοτε σε απρόσμενα δεσπόζουσα θέση. Την ίδια στιγμή, εντοπίζει το βάσανο της επιθυμίας και της ικανοποίησής της ως κυρίαρχο στο ουελμπεκικό έργο και ως κινούν αίτιο για την αποδοχή πάσης φύσεως παυσίλυπων.
Η Νασία Λινάρδου-Μπλανσέ αντλεί τόσο από το λογοτεχνικό έργο του συγγραφέα όσο και από συνεντεύξεις και δημόσιες παρεμβάσεις του για να εξηγήσει την εχθρική του σχέση με την ψυχανάλυση, ενώ παράλληλα σχολιάζει πώς ο Ουελμπέκ κατασκευάζει και επιτελεί τη γνώριμη εικόνα του μάρτυρα της λογοτεχνίας, αλλά και του μάρτυρα του φιλελεύθερου, σύγχρονου κόσμου μας.
Το κείμενο του Στέφανου Μπατσή επιχειρεί μια ανάγνωση του Ουελμπέκ ως κατεξοχήν συγγραφέα της νεοφιλελεύθερης εποχής. Αναγνωρίζει την τάση του λογοτέχνη να ανασυγκροτεί ενδελεχώς έναν κόσμο που δεν είναι ακριβώς ο δικός μας, αλλά που μας είναι τόσο οικείος, για να καταλήξει σε ορισμένες παρατηρήσεις σχετικά με τη δηλωμένη αποστροφή του Ουελμπέκ για την πολιτική.
Στο πνεύμα της σύνδεσης του έργου του συγγραφέα με ευρύτερες κοινωνικές δυναμικές και τάσεις της Δύσης, ο Μάριος Κατρίτσης αναφέρεται στους πολλαπλούς τρόπους μέσω των οποίων οι λογοτεχνικοί ήρωες του Ουελμπέκ επιχειρούν να βρουν το μίτο ενός υπαρξιακού νοήματος στο κομφούζιο της ύστερης νεωτερικότητας. Έτσι, καταπιάνεται με ζητήματα όπως οι new age πρακτικές των χρόνων που ακολούθησαν τα μεγάλα κινήματα της δεκαετίας του ’60, η επένδυση σε μια τουριστική σχέση με τα πράγματα, αλλά και ο έρωτας ως πεδίο κατανάλωσης και ύστατο καταφύγιο.
Ο Στέφανος Ρέγκας κατασκευάζει μια προνομιακή γωνία θέασης του έργου του Ουελμπέκ ως οργανικού συνόλου μέσα από την εννοιολογική ανασυγκρότηση του «πεδίου της πάλης», συμπεραίνοντας πως η περιβόητη «αρνητικότητα» που συνοδεύει τον συγγραφέα ως ερμηνευτικός μανδύας εκκινεί από τη μετωπική επίθεση που επιφυλάσσει ο τελευταίος στη διάχυτη θετικότητα του καιρού μας αλλά και σε όψεις της νεωτερικής ιδέας της προόδου.
Ο Γιάννης Κτενάς ανατέμνει τον ιδιότυπο βιολογισμό του Ουελμπέκ, παρατηρώντας ότι η προβληματική της επιστημονικής προόδου τίθεται στην καρδιά των έργων του, με τους ήρωές του συχνά να συνειδητοποιούν ότι οι ζωές τους μπορούν κάλλιστα να αναχθούν σε ένα συνονθύλευμα νευροβιολογικών δεδομένων και αλληλεπιδράσεων. Στα μυθιστορήματα του Γάλλου, δεν είναι εξάλλου σπάνιο οι άνθρωποι και οι κοινωνίες να βιώνουν σε πρωτόγνωρο βαθμό τις αλλαγές του επιστημονικού παραδείγματος.
Ο Κώστας Περούλης βλέπει στον Ουελμπέκ έναν «ρεαλιστή με ψυχή υπαρξιστή», έναν συγγραφέα που ριζώνει στη γαλλική πεζογραφική παράδοση και επιχειρεί να συνθέσει τα δύο πιο επιδραστικά της ρεύματα. Θεωρεί πως στο έργο του λογοτέχνη ανασυγκροτείται η συνείδηση του σύγχρονου υποκειμένου, η οποία διχάζεται από την αντίφαση της ταυτόχρονης γνώσης αφενός των μηχανισμών παραγωγής του νοήματος και αφετέρου του παραλυτικά τρομακτικού κενού τους.
Κινούμενος σε τεθλασμένη πορεία, ο Γιάννης Καλογερόπουλος ξαναδιαβάζει το Ταξίδι στην άκρη της νύχτας, όπως και την περίοδο κατά την οποία ο Σελίν εξήπτε δικαιολογημένα πάθη, αναζητώντας κοινούς τόπους και ξεδιαλύνοντας τα νήματα που καθιστούν το ερώτημα περί διαχωρισμού δημιουργού και έργου κρίσιμο για την ερμηνεία μας. Έτσι, αναμετράται με το αν είναι νοητό –και ορθό– να τεθεί η δημόσια εικόνα του Ουελμπέκ στο περιθώριο ώστε να λάμψει μόνη της η λογοτεχνική αλήθεια.
Ο Στάθης Στασινός διαβάζει την Υποταγή ως μια πετυχημένη αλληγορική διήγηση για τη Δύση και, ειδικότερα, για την Ευρώπη, ενώ βρίσκει στο πρόσωπο του Γκ. Κ. Τσέστερτον έναν όχι και τόσο αναπάντεχο συνομιλητή του Ουελμπέκ από το παρελθόν, εστιάζοντας την προσοχή του στο οικονομικό πρόγραμμα που εφαρμόζει ο μουσουλμάνος προέδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας στο συγκεκριμένο αμφιλεγόμενο μυθιστόρημα.
Το κριτικό κείμενο της Αντιγόνης Σαμέλα δομείται μέσω της αντιπαραβολής της Υποταγής με την Πυξίδα του Ματιάς Ενάρ. Αναδεικνύοντας τις διαφορές των δύο μυθιστορημάτων, η συγγραφέας υποστηρίζει ότι οι ενίοτε απλουστευτικές και μανιχαϊστικές απεικονίσεις της Ανατολής και του Ισλάμ που φιλοτεχνεί ο Ουελμπέκ μάλλον συγκαλύπτουν παρά φωτίζουν τις κρίσιμες πτυχές των διαφορετικών πολιτισμών, οδηγώντας στο θάνατο κάθε επιθυμίας για γνώση και αμοιβαία κατανόηση και αναπαράγοντας στερεότυπα.
Από τη μεριά του, ο Γιάννης Μπαλαμπανίδης παρατηρεί πως στην καρδιά του ουελμπεκικού κόσμου βρίσκεται η παρακμή: παρακμή των σωμάτων που αναπόδραστα γερνούν, παρακμή του πολιτισμού που εξαντλεί τη ζωτικότητά του, παρακμή των κοινωνιών και των εθνών της Δύσης που οδηγούνται στο «βιολογικό τους τέλος». Συναφώς, επιχειρεί να εντοπίσει διασυνδέσεις με άλλους λογοτέχνες και διανοητές, αλλά συνάμα να τονίσει και τις ασυνέχειες που σχηματοποιούν τη μοναδική λογοτεχνική φωνή του Ουελμπέκ.
Στη συνεισφορά του, ο Γιώργος Καράμπελας χρησιμοποιεί ως πυξίδα τις αναλύσεις του Ουελμπέκ για τον «κόσμο ως σουπερμάρκετ και ως παρωδία» προκειμένου να χτίσει ένα πολύπτυχο δοκίμιο με θέμα τις χρήσεις της παρωδίας και της αναπαράστασης από τον συγγραφέα, αλλά και τις ερμηνείες της αγάπης ως διεξόδου από το ουελμπεκικό αδιέξοδο.
Τέλος, ο Κωνσταντίνος Χατζηνικολάου ολοκληρώνει τον τόμο με ένα κείμενο στο οποίο ανασυνθέτει την ιστορία της επαφής του με το πρώτο και κατά την άποψή του καλύτερο μυθιστόρημα του Ουελμπέκ, την Επέκταση του πεδίου της πάλης.
Χωρίς παραπάνω λόγια, παραδίδουμε λοιπόν το βιβλίο στα χέρια του αναγνώστη και της αναγνώστριας. Η ελπίδα μας είναι ότι τα κείμενά του θα συμβάλουν στην τόνωση του ενδιαφέροντος γύρω από τα λογοτεχνικά έργα του Μισέλ Ουελμπέκ, όπως και στη δημιουργία ενός χώρου διαλόγου και κριτικής, που θα αφήσουν πίσω τους τόσο την άνευ όρων εξιδανίκευση όσο και την απλοϊκή απόρριψη· εγχείρημα που ενδεχομένως αποκτά μια επιπλέον σημασία σήμερα, μιας και αυτές οι γραμμές γράφονται λίγες μέρες πριν από την κυκλοφορία του πολυαναμενόμενου νέου μυθιστορήματος του συγγραφέα, με τον τίτλο Εκμηδένιση.
Γιάννης Κτενάς
Στέφανος Μπατσής
Δεκέμβριος 2021