Προσφορά!

Αρχαιολογία

του Αμπντελφαττάχ Κιλιτό

Μετάφραση: Ευαγγελία Stead-Δασκαλοπούλου

, ,

“Η ωδή, έλεγαν οι παλαιοί ποιητές, είναι αδέσποτη καμήλα: ποιος ξέρει σε τίνος το σπίτι θα καταλήξει. Ξέστρατη μες στην απέραντη έρημο, πλανιέται αναζητώντας τους δικούς της, ζώα και ανθρώπους, δεν είναι σίγουρο όμως πως θα τους ξαναβρεί. Αργά ή γρήγορα, κάποιοι άγνωστοι περιμαζεύουν την ορφανή, την υιοθετούν και περνά κοντά τους την υπόλοιπη ζωή της. Εκτός κι αν χάσει και πάλι το δρόμο της. Το πεπρωμένο μιας ωδής δεν είναι να ξεστρατίζει, να ’ναι παντού μια ξένη;

Αυτό, ο Άραβας ποιητής της ερήμου το γνώριζε. Θεωρούσε όμως πως οι ωδές του δεν θα διαβάζονταν παρά μόνο στα αραβικά. Ποτέ δεν υποψιάστηκε πως οι καμήλες του, αιώνες αργότερα, θα έφταναν σε πόλεις που δεν τις είχε καν διανοηθεί: Βερολίνο, Παρίσι, Λονδίνο, Νέα Υόρκη. Σε μετάφραση, με σχολιασμό, με ερμηνεία, μιλούν στο εξής ξένες γλώσσες. Με τον καιρό, θα ξεχάσουν μάλλον μια μέρα το αρχικό τους ιδίωμα.”

Στην Αρχαιολογία ο συγγραφέας ανατρέχει στους αρχαίους ελληνικούς μύθους· διαβάζει φύλλο το φύλλο τη Βίβλο, τα συναξάρια και το Κοράνι· ανασκαλεύει τα αραβικά κείμενα του Μεσαίωνα, τις χρονογραφίες και τα ανάλεκτα· αναπολεί το παρελθόν και αναλογίζεται το μέλλον της αραβικής ποίησης· ξαναπιάνει την ευρωπαϊκή και αμερικάνικη λογοτεχνία από μια αναπάντεχη πλευρά· αναφέρεται στην ψυχανάλυση, χωρίς να ξεχνά ένα από τα πιο αγαπημένα του αναγνώσματα, τις περιπέτειες του Τεντέν.

 

 

Εκκαθάριση

ο συγγραφέας

Κιλιτό Αμπντελφαττάχ

Ο Αμπντελφαττάχ Κιλιτό γεννήθηκε στο Ραμπάτ του Μαρόκου το 1945. Ακαδημαϊκός δάσκαλος στο Μαρόκο, τη Γαλλία και τις ΗΠΑ, έχει γράψει λογοτεχνικά έργα (La Querelle des images, Eddif 1995· En quête, Fata Morgana 1999 ) και δοκίμια στα αραβικά και στα γαλλικά (Tu ne parleras pas ma langue, μτφρ. από τα αραβικά Francis Gouin, Actes Sud-Sindbad
2008· Dites-moi le songe, Actes Sud-Sindbad 2010· Je parle toutes les langues, mais en arabe, Actes Sud-Sindbad 2013), και έχει βραβευτεί για το έργο του από τη Γαλλική Ακαδημία (1996). Η Αρχαιολογία είναι το πρώτο έργο του που μεταφράζεται στα ελληνικά.

Επισκεφθείτε τη σελίδα του συγγραφέα

ΕΥΛΑΒΕΙΑ

Στο σπίτι πίσω από το σπίτι μας ήταν ένα μεγάλο δέντρο. Λέγαμε το δέντρο, χωρίς να προσδιορίζουμε το είδος. Δεν ξέρω αν υπάρχει ακόμα, πάει καιρός που δεν ξαναγύρισα στο σπίτι των γονιών μου. Ποιος ο λόγος άλλωστε, πάνε χρόνια που πέθαναν. Πολύ πιθανόν να πέθαναν και τα ζώα που εκείνη την εποχή βρίσκονταν στο σπίτι και στα περίχωρα.

Δεν είμαι σίγουρος ότι υπάρχουν ανίερα ζώα, είμαι όμως βέβαιος πως τα ευλαβή υπάρχουν, ζώα που γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο αξίζουν το σεβασμό. Η χελώνα μας για παράδειγμα, διακριτική και καταπραϋντική παρουσία. Τύχαινε να εξαφανιστεί, ξέραμε όμως πως κάπου ήταν κρυμμένη, την ξεχνούσαμε, κι έπειτα μια ωραία πρωία την ξαναβλέπαμε, εμφανιζόταν χωρίς μάλιστα να ξαφνιαστούμε, θαρρείς και δεν είχε λείψει μήνες. Ο χρόνος δεν μετρούσε για τη χελώνα, είχε αποστολή την αθανασία. Με φρίκη διάβασα αργότερα ότι ο Άρθουρ Γκόρντον Πυμ κι ο Πήτερ, οι μόνοι επιζώντες πάνω σ’ ένα καράβι έρμαιο των κυμάτων, έτρωγαν ωμές τις γιγαντιαίες χελώνες που έβγαζαν από τη θάλασσα, αφού τις σκότωναν με τσεκουριές.

Η χελώνα δεν μιλά, έτσι δεν είναι, έχει πάρει όρκο σιωπής· ό,τι και να συμβεί, δεν θα βγάλει τον παραμικρό ήχο, τουλάχιστον για το κοινό αυτί. Ο βάτραχος, απ’ τη μεριά του, «επικαλείται τον Θεό», αυτό το νόημα έχουν τα κοάσματά του. Ας μην τον ενοχλήσουμε λοιπόν. Ένα τόσο ευλαβικό πλάσμα πώς γίνεται να το φανταστούμε ματαιόδοξο, όπως ισχυρίζεται ο μυθογράφος; Πώς τα καταφέρνουν οι βάρβαροι λαοί να ροκανίζουν βατραχοπόδαρα;

Αλλά και τα μυρμήγκια μας έκαναν επίσκεψη. Αναδύονταν ανά ομάδες, τα βλέπαμε για ένα διάστημα, κι αργότερα μέναμε κατάπληκτοι που δεν τα βλέπαμε πια. Να μην τα σκοτώσουμε, ν’ αποφύγουμε να τα πατήσουμε, να βγούμε απ’ το δρόμο τους, γιατί «τα μνημονεύει το Κοράνι»· μια σούρα δεν φέρει άλλωστε το όνομά τους; «Μπείτε στις φωλιές σας», φώναξε η βασίλισσα των μυρμηγκιών βλέποντας το στρατό του Σολομώντα να πλησιάζει. Κι εκείνος την άκουσε και γέλασε, εκείνος που καταλάβαινε τη γλώσσα των ζώων (γράφτηκαν πολλά για το νόημα του γέλιου του, γράφτηκαν επίσης πολλά για τη γλώσσα των μυρμηγκιών). Ο Σολομώντας συνομιλούσε συχνά με τον τσαλαπετεινό, το πουλί-κατάσκοπο, τον μαντατοφόρο που του έφερνε νέα από κάθε γωνιά της γης· ο τσαλαπετεινός του μίλησε για την Μπαλκίς, τη βασίλισσα του Σαβά. Εν ριπή οφθαλμού, ένας πειθήνιος δαίμονας μετέφερε το θρόνο της στον αέρα. Η αρπαγή της Μπαλκίς; Κατά κάποιον τρόπο, ναι. Η βασίλισσα των μυρμηγκιών, η βασίλισσα του Σαβά.

Στο δέντρο πίσω από το σπίτι μας, ο πελαργός είχε χτίσει τη φωλιά του. Έφευγε το φθινόπωρο κι επέστρεφε την άνοιξη. Fort da, καρούλι στην κλωστή, σύρε κι έλα. Έστηνε το σπιτικό του κοντά μας και, αραιά και που, έμπηγε ένα κακάρισμα ή πραγματοποιούσε μια αριστοτεχνική πτήση. Αγαπούσαμε την παρουσία του στο πλάι μας και δεν περνούσε από κανενός το μυαλό να τον ενοχλήσει. Η επιστροφή του ήταν ευλογία, η παρουσία του καθησυχαστική, όλα πήγαιναν ρολόι από τη στιγμή που βρισκόταν και πάλι ανάμεσά μας. Όταν ξανάφευγε, στεναχωριόμασταν, σιγά σιγά τον ξεχνούσαμε, επέστρεφε όμως, ακούγαμε το κακάρισμά του πριν τον δούμε.

Πώς μας έβλεπε άραγε; Τι αντιπροσωπεύαμε γι’ αυτόν; Κι όταν με το φθινόπωρο αναχωρούσε, τι να ’λεγε τάχα στον εαυτό του; Αν υποθέσουμε βέβαια πως έλεγε κάτι. Μόνο τώρα αναρωτιέμαι: άραγε ερχόταν πάντα ο ίδιος πελαργός;

Αν θυμάμαι καλά, τα χελιδόνια είχαν συνεννοηθεί με τους πελαργούς να εμφανίζονται και να εξαφανίζονται ταυτόχρονα. Εξαιτίας τους βρέθηκα, παιδί ακόμη, μπροστά σ’ ένα αίνιγμα. Ένα καλοκαίρι, προχωρημένη ώρα ένα απόγευμα του ραμαζανιού, καθόμουν στην αυλή του σπιτιού μας. Η γιαγιά μου μου σέρβιρε ένα πιάτο σούπα, λίγο πριν την κανονιά που ανακοίνωνε το τέλος της νηστείας. Κοιτούσα τα χελιδόνια που έκοβαν κύκλους στον ουρανό με απίστευτη ταχύτητα. Αίφνης, μια αποκάλυψη με τάραξε βαθιά, μια αποκάλυψη φριχτή μες στην κοινοτοπία της: ο ουρανός είναι απρόσιτος. Ακόμη κι αν στήσουμε όλες τις σκάλες του κόσμου, δεν θα τον αγγίξουμε τον ουρανό, δεν θα φτάσουμε στην άκρη του, γιατί δεν υπάρχει άκρη. Εγώ που καλά καλά δεν ήξερα τη γειτονιά που έμενα, γνώρισα εκείνη τη στιγμή την αίσθηση της Απεραντοσύνης, του Μυστηρίου. Ήταν τρομακτικό.

Κάμποσα χρόνια αργότερα, περιέγραψα αυτή την αίσθηση σε μια παράγραφο σχολικής έκθεσης. Στο περιθώριο, η κυρία Κρεσσόν σημείωσε με κόκκινο μελάνι: Καλώς. Ήταν ίσως η πρώτη μου συνάντηση με τη λογοτεχνία. Η ποίηση ως τρόμος μπροστά στο Σύμπαν.