Προσφορά!

Αλλαγή: μέθοδος

του Εντουάρ Λουί

Μετάφραση: Στέλα Ζουμπουλάκη

, ,

Ένα αγόρι μετακομίζει από το χωριό του σε μια μικρή πόλη του γαλλικού Βορρά για να φοιτήσει στο λύκειο. Στην προσπάθειά του να ενσωματωθεί στο νέο περιβάλλον και να κόψει οριστικά τους δεσμούς με το παρελθόν, είναι αναγκασμένος να μάθει από την αρχή, με πολύ κόπο και αυτοθυσία, κάθε πτυχή της πραγματικότητας. Όμως η διαρκής επανεπινόηση του εαυτού και η εσωτερική ορμή της αλλαγής τον ωθούν και πάλι σε ρήξη με το καινούργιο πλαίσιο, που αποδεικνύεται εξίσου ασφυκτικό με το παλιό. Ο Εντουάρ Λουί σε μια βαθιά προσωπική και συγκινητική αφήγηση, αναμειγνύοντας κριτική και νοσταλγία, εξιστορεί τα στάδια που περνάει κανείς για να μεταμορφώσει τον εαυτό του ολοκληρωτικά, σκάβοντας βαθιά μέσα στο δικό του βίωμα της αλλαγής, για να ανασύρει τη συλλογική εμπειρία.

Εκκαθάριση

ο συγγραφέας

Λουί Εντουάρ

Ο Εντουάρ Λουί γεννήθηκε στην Αλλενκούρ της Γαλλίας το 1992 με το όνομα Εντύ Μπελγκέλ. Σπούδασε κοινωνικές επιστήμες στην École Νormale. Το πρώτο του βιβλίο, Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ (μτφρ. Μιχάλης Αρβανίτης, 2018), προκάλεσε έντονη δημόσια συζήτηση, γνώρισε μεγάλη εμπορική επιτυχία, μεταφράστηκε σε πάνω από είκοσι γλώσσες και διασκευάστηκε για το θέατρο, όπως και όλα τα επόμενα έργα του. Από τους αντίποδες κυκλοφορούν επίσης σε μετάφραση Στέλας Ζουμπουλάκη η Ιστορία της βίας (2019), το Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου (2020), οι Αγώνες και μεταμορφώσεις μιας γυναίκας (2021) η συζήτηση ανάμεσα στον Εντουάρ Λουί και τον Κεν Λόουτς, Διάλογος για την τέχνη και την πολιτική (2021) και η Αλλαγή: μέθοδος (2022).

Επισκεφθείτε τη σελίδα του συγγραφέα

Τα συναισθήματα εμπεριέχουν τη δυνατότητα της ίδιας τους της μεταλλαγής, η αγάπη σε ζήλια, η μνησικακία σε μίσος, η ανησυχία σε αγωνία, η επιθυμία της εκδίκησης σε επιθυμία για τη ρεβάνς. Με τον καιρό –κυρίως κατά τη διάρκεια της τελευταίας χρονιάς του λυκείου– όταν είχα ενσωματωθεί περισσότερο στον κόσμο της Αμιένης, κάτι ανατράπηκε, η αλλα­γή άρχισε να λειτουργεί μέσα μου, με μια κίνηση σχεδόν αδιόρατη: δεν ήθελα μόνο να μοιάσω στους άλλους, ήθελα να προχωρήσω και πέρα από αυτούς. Ήθελα να τους δείξω πως μπορούσα να κάνω πράγματα που κανένας από αυτούς δεν θα μπορούσε να κάνει, να κατακτήσω στόχους και να πετύχω ό,τι εκείνοι δεν είχαν ποτέ ονειρευτεί πως θα μπορούσαν να πετύχουν. Το έλεγα στην Έλενα κι εκείνη με ενθάρρυνε: Απόδειξέ τους πως είσαι καλύτερος από εκείνους.

Να τι συνέβη: η επιθυμία μου να εκδικηθώ για την παιδική μου ηλικία, εκείνη που με είχε οδηγήσει ώς την Αμιένη, είχε μεταλλαχθεί σε επιθυμία να πάρω τη ρεβάνς – όχι πια ενάντια στην παιδική μου ηλικία, αλλά απέναντι σε ολόκληρο τον κόσμο. Όταν σκεφτόμουν το μέλλον δεν σκεφτόμουν πια μόνο εσένα, την οικογένειά μας και την εμμονή μου να διαφοροποιηθώ από τον κόσμο που είχαμε μοιραστεί, αλλά και όλους τους άλλους.
Κάθε φορά που γνώριζα κάποιον κι εκείνος άρχιζε να μου μιλάει για τις φιλοδοξίες του, τα σχέδιά του, σκεφτόμουν: εγώ πρέπει να τον ξεπεράσω. Εκείνη τη φορά που ένα κορίτσι στο λύκειο μου είπε πως ονειρευόταν να γίνει δεκτή στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, διευκρινίζοντας: ένα από τα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου, πέρασα όλο το βράδυ στο ίντερνετ να ψάχνω τι ήταν το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, να υπόσχομαι στον εαυτό μου πως κι εγώ θα μπορούσα να περάσω εκεί αν το ήθελα και πως κάνοντάς το θα ξάφνιαζα την Έλενα, τη Νάντια, όλους μου τους φίλους στην Αμιένη, και πως η έκπληξή τους θα φώτιζε αναδρομικά ολόκληρη τη ζωή μου, από τη στιγμή που γεννήθηκα.

Ένα ερώτημα εγκαταστάθηκε στο κέντρο της ζωής μου, συγκέντρωνε όλες μου τις σκέψεις, καταλάμβανε όλες τις στιγμές που ήμουν μόνος με τον εαυτό μου: πώς θα μπορούσα να πάρω αυτή τη ρεβάνς, με ποια μέσα; Δοκίμαζα τα πάντα. Όπως στο γυμνάσιο συμμετείχα σε όλες τις ομάδες, όλες τις λέσχες, τη λέσχη ανάγνωσης, τη λέσχη χαϊκού, την κινηματογραφική λέσχη. Ήθελα να υπάρχω και το να υπάρχω σήμαινε να ξεχωρίζω. Όταν κάποτε χρειάστηκε να ανατεθεί σε έναν από τους πάνω από χίλιους μαθητές του σχολείου να γράψει και να διαβάσει ένα λόγο για την Μαντλέν Μισελίς, μορφή της αντίστασης κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο από την οποία είχε πάρει και το όνομά του το λύκειο, το πρότειναν σε μένα και διάβασα το λόγο που είχα γράψει μόνος μου μπροστά σε όλο το σχολείο που ήταν συγκεντρωμένο εκεί. Είναι χαζό, αλλά είχα αισθανθεί σημαντικός, εγώ είχα αναλάβει να γράψω το λόγο και όχι ένας από τους υπόλοιπους χίλιους μαθητές, κι ας είχαν γεννηθεί εκείνοι με πολύ περισσότερες ευκαιρίες, με γενική παιδεία και γλωσσικές δεξιότητες. Φρόντιζα να εκλέγομαι σε όλα τα συμβούλια, όλα τα συμβούλια της λυκειακής ζωής, όλες τις διοικητικές αρχές στις οποίες μπορούσε να συμμετέχει ένας μαθητής και ήμουν πανευτυχής κάθε φορά που έμπαινα στις αίθουσες που συγκεντρωνόμασταν.

Όταν ανακοινώθηκαν οι ημερομηνίες των εξετάσεων για το απολυτήριο σκέφτηκα πως έπρεπε να καταφέρω να ξεπεράσω όλους τους υπόλοιπους – δεν ξέρεις τίποτα για όλα αυτά, τίποτα για όλα αυτά που συνέβαιναν μέσα μου εκείνη την περίοδο της ζωής μου. Για δύο ή τρεις μήνες πριν από τις εξετάσεις δούλευα με όλες μου τις δυνάμεις, μέχρι αργά τη νύχτα, το μεσημέρι, την ώρα του διαλείμματος για το φαγητό, το πρωί, στο λεωφορείο. Περνούσα τα Σαββατοκύρια­κά μου μαζί με την Έλενα στη δημοτική βιβλιοθήκη για να κάνουμε επανάληψη, οι φίλοι μου μου έλεγαν να πάω στο πάρκο μαζί τους και να περάσουμε τη μέρα εκεί, ήταν άνοιξη, είχε ωραίο καιρό, και ένιωθα μια μορφή περηφάνιας όταν τους έλεγα όχι, όταν τους έλεγα πως προτιμούσα να διαβάσω. Το πρωί της ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων πήγα να περιμένω με την Έλενα στα ΜακΝτόναλντς που ήταν κοντά στο σχολείο. Εκείνη φοβόταν μήπως απογοητεύσει τους γονείς της, εγώ φοβόμουν μήπως δεν καταφέρω να πραγματοποιήσω το όνειρό μου να πάρω τη ρεβάνς. Μου κρατούσε το χέρι κάτω απ’ το τραπέζι όπου πίναμε καφέ σε πλαστικό ποτήρι. Μου χάιδευε τα μαλλιά ψιθυρίζοντας, Όλα θα πάνε καλά, όλα θα πάνε καλά. Όταν φτάσαμε στο δρόμο του σχολείου, έψαξα τα ονόματά μας στις λίστες που είχαν κολλήσει στους τοίχους και είδα πως ήμουν στους επιτυχόντες, κι εκείνη το ίδιο. Είχα πάρει άριστα σε ένα μάθημα, ουρλιάξαμε από χαρά κι εκείνη με αγκάλιασε. Η μητέρα της η Νάντια μας κάλεσε να το γιορτάσουμε σπίτι της το βράδυ κι εκείνη τη βραδιά αποφάσισα πως θα γραφόμουν στο τμήμα Ιστορίας του πανεπιστη­μίου, όπως και η Έλενα, για να τη μιμηθώ. Θα γινόμουν φοιτητής, η λέξη φοιτητής με απέκοπτε ριζικά από σένα και τον κόσμο μας, στο χωριό κάποιος που θα έλεγε Είμαι φοιτητής στο πανεπιστήμιο θα ακουγόταν σαν να έλεγε Το εξοχικό μου ή Η οικιακή βοηθός μου, μια έκφραση που σηματοδοτούσε ένα ξεκάθαρο σύνορο, οριστικό, αδιαπέραστο – κι εγώ περνούσα στην άλλη πλευρά αυτού του συνόρου.