Προσφορά!

Άγρια ερημιά

του Χεσούς Καρράσκο

Μετάφραση: Λένα Φραγκοπούλου

,

Σε ένα απέραντο και εχθρικό τοπίο, ρημαγμένο από την ξηρασία, κάτω από τον αμείλικτο ήλιο, ένα αγόρι περιπλανιέται για να ξεφύγει από όσα το κυνηγούν. Στην προσπάθειά του να επιβιώσει στον άγονο αυτό τόπο, θα συναντήσει τη βιβλική μορφή ενός γέρου βοσκού, που θα του αποκαλύψει έναν κόσμο εντελώς διαφορετικό από το βίαιο και χαοτικό σύμπαν μέσα στο οποίο μεγάλωσε. Ο Χεσούς Καρράσκο, με μια γλώσσα τραχιά και οικεία, αφηγείται τη σχέση που αναπτύσσεται διστακτικά ανάμεσα στο αγόρι και στον γέρο, ενώ οι διώκτες τους πλησιάζουν.

Εκκαθάριση

ο συγγραφέας

Καρράσκο Χεσούς

Ο Χεσούς Καρράσκο (γενν. 1972) είναι μία από τις σημαντικότερες νέες φωνές της ισπανικής λογοτεχνίας. Το 2016 τιμήθηκε με το Βραβείο λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το δεύτερο βιβλίο του La tierra que pisamos. Η Άγρια ερημιά (Intemperie), το πρώτο του μυθιστόρημα, που εκδόθηκε το 2013, γνώρισε μεγάλη επιτυχία, μεταφράστηκε σε δεκατρείς γλώσσες και βραβεύτηκε, μεταξύ άλλων, με το English PEN Award και το Prix Ulysse για το καλύτερο πρώτο μυθιστόρημα.

Επισκεφθείτε τη σελίδα του συγγραφέα

Κριτικές

Κρυμμένος στο λαγούμι του στο χώμα, άκουγε τις κραυγές των ανθρώπων που τον φώναζαν και προσπαθούσε να μαντέψει τη θέση του καθενός μέσα στον ελαιώνα, όπως έκανε και με τα τριζόνια. Στριγκλιές σαν καρβουνιασμένα φρύγανα. Ξαπλωμένος στο ένα πλευρό, με το σώμα να σχηματίζει ένα ζήτα, χωμένος στην τρύπα του, χωρίς σχεδόν καθόλου χώρο να σαλέψει. Με τα χέρια ν’ αγκαλιάζουν τα γόνατα ή να μπαίνουν για μαξιλάρι, με μια μονάχα μικροσκοπική εσοχή για το σακίδιο με τα τρόφιμα. Είχε σκαρώσει ένα σκέπαστρο για το λάκκο τοποθετώντας κλαδεμένα κλωνάρια πάνω σε δυο χοντρά κλαδιά που χρησίμευαν για δοκάρια. Τέντωσε το λαιμό του κι άφησε το κεφάλι του μετέωρο για να μπορεί ν’ ακούει πιο καθαρά και, με τα μάτια μισόκλειστα, έστησε αυτί αναζητώντας τη φωνή που τον είχε αναγκάσει να φύγει. Δεν την εντόπισε, ούτε και άκουσε γαβγίσματα. Αυτό τον ανακούφισε, γιατί ήξερε πως μόνο ένα καλά εκπαιδευμένο σκυλί θα μπορούσε να ανακαλύψει την κρυψώνα του. Ένα κυνηγόσκυλο ράτσας ή κάποιο καλό σκυλί τρούφας. Ίσως κανένα εγγλέζικο λαγωνικό, από εκείνα με τα κοντά γεροδεμένα πόδια και τα πεσμένα αυτιά που είχε δει κάποτε σε μια εφημερίδα φερμένη από την πρωτεύουσα.
Για καλή του τύχη, στον κάμπο δεν υπήρχε τίποτα εξωτικό. Μονάχα ντόπια κυνηγόσκυλα. Λιπόσαρκα, με μακριά κόκαλα. Αλλοπαρμένα ζωντανά, που έτρεχαν πίσω από τους λαγούς με απίστευτη γρηγοράδα και δεν κοντοστέκονταν για να οσμιστούν τίποτα, γιατί είχαν έρθει στη γη με μοναδική αποστολή να καταδιώκουν και να πιάνουν θηράματα. Τα πλευρά τους αυλάκωναν κόκκινες γραμμές, ενθύμια από το βούρδουλα του αφέντη τους. Τον ίδιο βούρδουλα που σ’ αυτόν τον ξερόκαμπο εξουσίαζε παιδιά, γυναίκες και σκυλιά. Σκυλιά που ωστόσο έτρεχαν, ενώ εκείνος βρισκόταν ακινητοποιημένος στη μικρή χωμάτινη γούβα του. Χαμένος στις εκατοντάδες οσμές που κρύβει η γη στα σωθικά της για τα σκουλήκια και τους πεθαμένους. Οσμές που δεν προορίζονταν για κείνον, αλλά που μόνος του τις είχε επιζητήσει. Οσμές που τον απομάκρυναν από τη μάνα.
Όποτε έβλεπε ή σκεφτόταν κυνηγόσκυλα, του ερχόταν στο μυαλό ένας συγχωριανός του. Ένας ανάπηρος, που τριγυρνούσε στους δρόμους με κάτι σαν τρίκυκλο κι έσκυβε σαν λατερνατζής για να γυρίσει τη μανιβέλα που είχε στο μπροστινό μέρος. Τα απογεύματα άφηνε πίσω του τα σπίτια κι έπαιρνε τη δημοσιά για τον Βορρά, τον μόνο δρόμο που μπορούσε να διανύσει με το καρότσι του. Τα σκυλιά τον ακολουθούσαν, δεμένα απ’ το λαιμό με ξεφτισμένα σκοινιά. Βλέποντάς τον έτσι αξιοθρήνητο να περιφέρεται με το χοντροφτιαγμένο μαραφέτι του, είχε πολλές φορές αναρωτηθεί γιατί δεν έβαζε τα σκυλιά να σύρουν το καρότσι του. Στο σχολείο έλεγαν ότι, όποτε δεν ήθελε πια κάποιο από τα ζώα του εκείνος ο σακάτης, το κρέμαγε από ένα λιόδεντρο. Στη σύντομη ώς τώρα ζωή του, το αγόρι είχε ήδη δει δεκάδες σκυλιά κρεμασμένα απ’ το λαιμό να αιωρούνται σε απόμερα δέντρα. Σακιά από πετσί παραγεμισμένα με εξαρθρωμένα κόκαλα, όμοια με γιγάντιες χρυσαλίδες.
Κατάλαβε πως τον πλησίαζαν και παραφύλαξε ασάλευτος. Άκουσε τ’ όνομά του να απλώνεται ανάμεσα στα δέντρα σαν μια σταγόνα πάνω στη γαλήνια επιφάνεια του νερού. Κουλουριασμένος στην κρυψώνα του, αναλογίστηκε πως ίσως αυτή να ’ταν όλη κι όλη η ανταμοιβή του: να ακούει να τον φωνάζουν τα χαράματα, ξανά και ξανά μέσα στα λιόδεντρα. Αναγνώρισε τη φωνή του ταβερνιάρη και ενός από τους μουλαράδες που ξεκαλοκαίριαζαν στο χωριό. Και παρότι δεν ξεχώρισε τις φωνές τους, υπέθεσε πως ανάμεσά τους θα βρισκόταν και ο ταχυδρόμος και ο καλαθάς. Μια απρόσμενη έξαψη τον πλημμύρισε, εκεί, μέσα στο λαγούμι του. Μια μύχια, παιδιάστικη ευφροσύνη που τον έκανε να σκιρτήσει. Αναρωτήθηκε αν θα έψαχναν με την ίδια ζέση και τον αδερφό του, αν θα έβγαιναν και για κείνον τόσοι άντρες να τον αναζητήσουν. Ακούγοντας αυτή τη χορωδία των φωνών, ένιωσε πως ίσως είχε φέρει στην επιφάνεια κάποιο δεσμό ανάμεσα στους χωριανούς και για μια στιγμή η πικρία έκανε το στομάχι του να σφιχτεί. Είχε συγκεντρώσει στο κατόπι του τους άντρες του χωριού, όλα τα αργασμένα και δυνατά μπράτσα που όργωναν τη γη και γέμιζαν στάρι τις αποθήκες. Είχε προκαλέσει ολόκληρη ιστορία. Σκέφτηκε ότι η ανάγκη να μαζευτούν τόσοι άνθρωποι ίσως να είχε υποχρεώσει πρώην εχθρούς να ανασκουμπωθούν και να αγωνιστούν μαζί, ο ένας στο πλευρό του άλλου. Αναρωτήθηκε αν θα απέμενε τίποτα από αυτή τη στιγμή σε λίγα χρόνια, σε μερικές βδομάδες. Αν θα αποτελούσε θέμα συζήτησης την ώρα της απόλυσης της Θείας Λειτουργίας ή μέσα στην ταβέρνα. Τότε σκέφτηκε τον πατέρα του. Τον φαντάστηκε να δίνει εξηγήσεις δεξιά κι αριστερά. Τον είδε, όπως τόσες φορές, να παριστάνει τον αβοήθητο. Να προσπαθεί να κάνει τους πάντες να πιστέψουν ότι, το δίχως άλλο, το αγόρι θα είχε πάρει στο κατόπι καμιά πέρδικα και θα είχε πέσει σε κανένα πηγάδι. Ότι η δυστυχία είχε για άλλη μια φορά χτυπήσει την οικογένειά του κι ότι ο Θεός τού είχε μόλις αρπάξει ένα κομμάτι από τη σάρκα του. Κούνησε το κεφάλι πέρα δώθε ανάμεσα στα γόνατα, λες κι έτσι θα έδιωχνε αυτές τις σκέψεις. Η εικόνα του πατέρα, δουλικού και πειθήνιου, ξαναγύρισε στο μυαλό του παρέα τώρα με τον χωροφύλακα. Μια εικόνα που, όσο καμιά άλλη, προκαλούσε στο κορμί του κάθε λογής ταραχή. Τέντωσε τ’ αυτιά του όσο μπορούσε, αλλά δεν εντόπισε τη φωνή του χωροφύλακα. Ακόμα και η απουσία της όμως τον φόβιζε. Τον φαντάστηκε να περπατάει μ’ ένα πούρο στο στόμα, πίσω από τους άντρες που εκείνη τη στιγμή χτένιζαν τον ελαιώνα. Να δίνει κλοτσιές στους χωμάτινους σβόλους ή να σκύβει με απάθεια για να μαζέψει καμιά ελιά που είχε ξεφύγει από το τελευταίο λιομάζωμα. Η αλυσίδα του ρολογιού του να προβάλλει μέσα απ’ το σακάκι. Με το καφέ τσόχινο καπέλο του, το λαιμοδέτη, τον σφιχτό γιακά και το μουστάκι κοκαλωμένο με ζαχαρόνερο.