Προσφορά!

Αεροδρόμιο

της Ελίζας Παναγιωτάτου

,

Εγκλωβισμένοι στους κενούς χώρους ενός διεθνούς αεροδρομίου, οι χαρακτήρες των διηγημάτων, που διασταυρώνονται χωρίς να συναντηθούν, βρίσκονται, με τον τρόπο του ο καθένας, σε μια μεταιχμιακή στιγμή. Η μετέωρη θέση τους, η αναμονή, η ένταση του ταξιδιού, οδηγούν σε έναν χαμηλόφωνο μονόλογο, γεμάτο προσμονές, αναμνήσεις και εσωτερικές ρήξεις. Με ψυχολογική και γλωσσική ακρίβεια, με εφευρετικότητα και τρυφερότητα, η Ελίζα Παναγιωτάτου συγκροτεί ένα πρισματικό συλλογικό πορτραίτο.

Εκκαθάριση

η συγγραφέας

Παναγιωτάτου Ελίζα

Η Ελίζα Παναγιωτάτου γεννήθηκε το 1984 στην Αθήνα. Σπούδασε γλωσσολογία στην Αθήνα και ζει στο Βερολίνο. Προηγούμενα βιβλία της: Αυτά έγιναν χτες (Κουκούτσι 2015), (Δε) μιλάς (μαζί με τη Λίντα Ακέντε, Ουαπίτι 2016), Τεχνικές Κολύμβησης (αντίποδες 2017), Πρίνσες (Ουαπίτι 2019).

Επισκεφθείτε τη σελίδα του συγγραφέα

Κριτικές

4.

Στο αεροπλάνο καθόταν δίπλα μου μια γυ­ναίκα με κοντά μαλλιά και κάθετες ρυτίδες πάνω από τα χείλια και στο μέτωπο. Είχε ρίξει στους ώμους της ένα γυαλιστερό μπεζ φουλάρι με πράσινα λουλούδια. Τα μαλλιά της ήταν τόσο κοντά που στέκονταν όρθια. Της είχαν δώσει τη θέση στο παράθυρο. Όταν έφτασε και με είδε να κάθομαι στο διάδρομο, με κοίταξε σοβαρά και με ρώτησε, νεαρέ μου, σας πειράζει να καθίσετε εσείς στο παράθυρο; Η ερώτηση ήταν προφανώς ρητορική, κι έτσι μετακινήθηκα αμέσως. Χρόνια είχαν να με πουν νεαρό. Έκανα αυτό το άκομψο ακροβατικό που κάνει κανείς για να περάσει πάνω από το διαχωριστικό των καθισμάτων, και έκατσα στην καινούργια μου θέση. Εκείνη περίμενε μια αεροσυνοδό να τη βοηθήσει με τη χειραποσκευή της. Μετά έκατσε, ίσια και σοβαρή σαν να βρισκόταν σε εκκλησία.
Έμεινε εντελώς ακίνητη για αρκετή ώρα, δεν είμαι καν σίγουρος αν ανοιγόκλεινε τα μάτια. Δεν μιλήσαμε καθόλου μέχρι το φαγητό. Όταν ήρθαν αυτές οι άθλιες πένες με κοτόπουλο και αφού ­άν­­οι­­­­ξε το ασημένιο κάλυμμα που έκαιγε, με κοίτα­­­ξε σαν να με ήξερε, και μου είπε, δεν φαίνεται και σπου­δαίο, τι λέτε εσείς; Χαμογέλασα και με ένα απλό μπα είπα να δώσω τέλος στην κουβέντα. Μου­­­ φάνηκε όμως αγένεια και πρόσθεσα, αλλά ποιος ξέρει, ας του δώσουμε μια ευκαιρία. Κι έτσι πιάσαμε την κουβέντα.
Αυτό που ακολούθησε δεν ήταν ακριβώς συζήτηση. Οι ερωτήσεις της έμοιαζαν με συνέντευξη και ενώ εγώ της απαντούσα κανονικά, εκείνη για τον εαυτό της έλεγε ελάχιστα. Σε μια παύση που κράτησε λίγο παραπάνω αποκοιμήθηκε. Είμαι σί­γουρος ότι, αν ήξερε πως ροχάλιζε, θα ντρεπόταν φρικτά. Όταν φτάσαμε, μου ευχήθηκε καλή συνέχεια στο ταξίδι μου, σαν να μην είχαμε ανταλλάξει πάνω από τρεις κουβέντες ή σαν να μη θυμόταν ότι πριν την πάρει ο ύπνος με είχε σχεδόν ανακρίνει.
Από τότε έχω περάσει δύο ώρες σε ουρές και μέχρι να συνεχιστεί το ταξίδι μου έχω τουλάχι­­στον άλλες τόσες. Περιμένω. Αν τελικά δεν φύ­­γω, είπαν ότι θα μου δώσουν δωμάτιο σε ξενοδο­χείο και κουπόνια για φαγητό. Πεινάω αλλά περιμέ­­νω μήπως φάω με τα κουπόνια. Τα σχέδια στη μο­­­κέ­­­­­­τα μού προκαλούν αναγούλα. Μικρές μοβ και γα­­­λάζιες σπείρες σε γκρι φόντο. Μυρίζει μοκέτα εδώ μέ­­­σα. Μυρίζει σκόνη και ηλεκτρική σκούπα. Οι σπείρες έχουν διάφορα μεγέθη, προσθέτω κι άλλες όπου έχει κενά, μέχρι που ζαλίζομαι και κλεί­­­νω τα μάτια.
Νιώθω σαν να αποκοιμιέμαι ή να πέφτω, όταν ακούω τη φωνή της γυναίκας. Νεαρέ μου, είστε καλά; Κάθεται σε αναπηρικό καροτσάκι, πίσω της στέκεται ο υπάλληλος που είναι υπεύθυνος για τη μετακίνησή της. Του δείχνει τον κενό χώρο δίπλα μου κι εκείνος την οδηγεί εκεί. Αμέσως αρχίζει­­ να μιλάει. Είπαν δεν θα φύγει σήμερα, δεν έχει θέ­­­­­σεις. Αύριο πρωί, είπαν, και θα φτάσει αύριο το απόγευμα. Τα παιδιά όμως την περίμεναν σήμερα και θα ανησυχούσαν. Κρίμα να ταλαιπωρηθούν. Κρίμα.
Αγκιστρώνομαι από τη γυναίκα και ξεχνάω τις σπείρες που χοροπηδάνε πλέον κάτω από τα πό­­­δια μου. Βγάζω το κινητό μου από την τσέπη και της το δίνω να τους ειδοποιήσει. Δεν θυμάμαι το τη­­λέφωνό τους, μου λέει κάπως ντροπαλά. Δεν το έχω πάνω μου. Ανοησία. Έπρεπε να το έχω γράψει σε ένα χαρτί. Εσείς νεαρέ μου, ειδοποιήσατε αυτόν που θα έρθει να σας πάρει; Είπα ψέματα ότι τα είχα κα­­­νονίσει όλα. Από το αεροδρόμιο θα έπαιρνα το λεωφορείο μέχρι το τέρμα και μετά ταξί μέχρι το σπίτι. Δεν είχα και πολλά να κανονίσω.
Και τότε άρχισα να ρωτάω εγώ. Θα ερχόταν να την πάρει η κόρη της με τον γαμπρό της. Με το αυτοκίνητο. Μία ώρα δρόμος. Μετά τη δουλειά. Στο γραφείο του εκείνος. Σε μεγάλη εταιρεία. Καλό παιδί. Εργατικό. Εκείνη καθηγήτρια. Καλό παι­­­δί ­­κι αυτή. Τη ρωτάω αν θέλει να προσπαθήσω να βρω το τηλέφωνο της κόρης της. Με κοιτάζει. Γνω­­ρίζετε την κόρη μου; Χαμογελάω. Στο ίντερνετ. Δεν απαντάει. Στο φέισμπουκ. Και μετά από μια παύση ακόμα μου λέει εντάξει και μου δίνει τα στοιχεία. Βρίσκω έξι γυναίκες με το ίδιο όνομα. Της δείχνω το κινητό. Η ξανθιά, μου λέει, αφού τις εξέτασε όλες μία μία, συγκεντρωμένη. Στέλνω πρώ­­­τα μήνυμα και μετά αίτημα φιλίας. Για να δούμε, λέω κάπως παιχνιδιάρικα.
Λίγα λεπτά αργότερα η κόρη της μου στέλνει ένα τυπικό και ευγενικό μήνυμα, με ευχαριστεί και μου ζητάει να επικοινωνήσω ξανά όταν θα έχω νεότερα. Το διαβάζω δυνατά, βλέπω πως είναι ικανοποιημένη. Τώρα η κόρη σας κι εγώ είμαστε φίλοι, της λέω, τονίζοντας τη λέξη φίλοι λίγο περισσότερο απ’ ό,τι θα ήθελα. Τι είδους φίλοι; Της δείχνω το κινητό. Μπορώ, ας πούμε, να δω τις φωτογραφίες της κι αυτή μπορεί να δει τις δικές μου. Πατάω πάνω στο προφίλ μιας ξανθιάς πενηντάρας με μαύρα κοκάλινα γυαλιά.
Κι έτσι αρχίζουμε να κοιτάμε φωτογραφίες και να μου εξηγεί τι βλέπουμε βάζοντας επικεφαλίδες. Ο γαμπρός μου. Κάποιες φίλες της κόρης μου. Η Μαίρη, έχω χρόνια να τη δω, πάχυνε. Η Αρετή, καλό κορίτσι. Ο γαμπρός μου ξανά. Τα παιδιά στη γιορτή του σχολείου. Η κόρη μου και ο άντρας της μπροστά στο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Προχωράω τις φωτογραφίες και σε μία εντοπίζω την ίδια. Μεγαλώνω τη φωτογραφία και βάζω στη μέση της οθόνης εκείνη, όρθια σε κάποιο κήπο, δίπλα σε έναν καθιστό άντρα, κάτω από μια μεγάλη ομπρέλα και γύρω τους όλη η οικογένεια. Δεν λέει τίποτα για τον άντρα. Κοίτα τα μαλλιά μου, μου λέει, πρώτη φορά στον ενικό. Φυσούσε πολύ εκείνη τη μέρα. Τα πρώτα γενέθλια του εγγονού μου και τα κάνανε στον κήπο. Είχε τόσο αέρα, δεν το φαντάζεστε, ξανά στον πληθυντικό. Σήκωσε και την ομπρέλα στο τέλος. Κοιτάξτε πώς είναι τα μαλλιά μου. Αν είναι δυνατόν, μα ποιος την έβαλε εδώ; Κακώς, πολύ κακώς. Πάω προς το μωρό στη­­ μέση. Η εγγονή σας είναι αυτή; τη ρωτάω. Πριν προλάβει να πει κάτι και επειδή έχει σωπάσει, συνεχίζω λέγοντας πως είναι πολύ όμορφη, να τη χαίρεστε, και πράγματι είναι. Αγόρι είναι, μουρμου­ρίζει η κυρία Αθηνά, ο εγγονός μου ο Γιάννης.­­ Κρίμα όμως που είναι αγόρι. Τόση ομορφιά χαμένη σ’ έναν άντρα.