Και οι εικόνες που έχει βάλει στον τοίχο μοιάζουν με κολάζ, κομμάτια από φωτογραφίες σκισμένες γρήγορα με το χέρι, έτσι όπως σκίζονται οι φωτογραφίες και φτιάχνουν ένα άσπρο περίγραμμα για πλαίσιο στο χαρτί και για υπενθύμιση ότι κάτι τους λείπει, και στερεωμένες με πινέζες και φόντο την Αθήνα ή τον ουρανό, δεν έχει σημασία, γιατί όλο κάτι θα καλύπτεται, σημασία έχει όμως το πλάτος που έχουν οι άσπροι αυτοί διάδρομοι και αν θα μπορεί η Μαρία να περπατήσει σε αυτούς χωρίς ακροβατικά ή αν θα χρειαστεί να εφαρμόσει άλλες πιο σύνθετες τακτικές, όπως στη θάλασσα που κολυμπούσε μέσα σε διαδρόμους με τα χέρια της κολλημένα στο πλάι πάνω στο σώμα, τίποτα να μην εξέχει, γιατί αν εξέχει μπορεί και κάπου να σκαλώσει, κι ίσως έτσι αν όλο αυτό το φανταστεί στο υγρό στοιχείο να χάνει ένα κομμάτι από την αγριότητά του και να γίνεται ποιητική μεταφορά, βέβαια παραμένει αλήθεια ότι στη θάλασσα περνάει κανείς μικρό μέρος της ζωής του, εκτός κι αν είναι γοργόνα ή ψάρι ή δελφίνι και η εικόνα ενός δρόμου με άσφαλτο και διακλαδώσεις είναι πιο κοντινή σε πλάσματα που θέτουν έναν στόχο.
Οι πινέζες στο κολάζ όλο και μετακινούνται και τα πρόσωπα σκεπάζουν το ένα το άλλο και εναλλάσσονται, μάτια, μαλλιά, χρώματα και φακίδες, όλα διάσπαρτα και κάπως άτσαλα βαλμένα αντικριστά, να φτιάχνουν διαδρόμους, και η Μαρία πηγαίνει πάνω κάτω στο χάρτη αυτό, που, εκτός από τις άλλες λειτουργίες του, την εξάσκηση στην ισορροπία, την επιλογή και την απώλεια, έχει και άλλη μια πολύ σημαντική για την επιβίωση στο σπίτι, μιας και όλα τα κομμάτια κρύβουν επιμελώς το πρόσωπο της Άννας, έτσι που να μην το αναγνωρίζει ως ολότητα η Μαρία όταν το κοιτάζει από μακριά, και όταν διατρέχει τους διαδρόμους κάθε φορά να το βλέπει μονάχα αποσπασματικά, για να μπορέσει τελικά κάπως να το αντιμετωπίσει, μιας και πιο εύκολα τα βάζεις μ’ ένα ρουθούνι, δύο βλεφαρίδες και την άκρη μιας ρυτίδας απ’ ό,τι με την εικόνα μιας μητέρας ολόκληρης, αρτιμελούς και απολύτως μόνης.